ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΤΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ



ΟΙ ΡΟΛΟΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ 


Γιατί τα δύο φύλα δε συμπεριφέρονται το ίδιο;

φύλο και συμπεριφορά


Η ζωή μας επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το επάγγελμα που διαλέγουμε, από τον περίγυρό μας ,τις στάσεις που διαμορφώνουμε και τις αξίες που υιοθετούμε. Οι επιλογές αυτές επηρεάζονται από τον κοινωνικό ρόλο του φύλου, δηλαδή τρόπους συμπεριφοράς που προδιαγράφει, χωριστά για τους άνδρες και τις γυναίκες, μια δεδομένη κοινωνία σε μια δεδομένη χρονική στιγμή.
Οι έρευνες σε σχέση με τη διαμόρφωση του κοινωνικού ρόλου του φύλου επηρεάζουν και επηρεάζονται από τις αντιφατικές απόψεις της κοινωνίας για τον κοινωνικό ρόλο του φύλου. Για παράδειγμα, σε προηγούμενες δεκαετίες, ο αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ των δύο φύλων θεωρούνταν από τους περισσότερους ψυχολόγους, εκπαιδευτικούς και γονείς ένας επιθυμητός στόχος της κοινωνικοποίησης του παιδιού. Έτσι, οι γυναίκες μάθαιναν δεξιότητες για να ανταποκριθούν στους ρόλους της νοικοκυράς ενώ οι άνδρες διαπαιδαγωγούνταν ώστε να παίξουν το ρόλο του κουβαλητή. Ο στόχος αυτής της κοινωνικοποίησης αμφισβητήθηκε, κυρίως διότι η διαμόρφωση του κοινωνικού ρόλου του φύλου θεωρείται μέσον διάκρισης σε βάρος των γυναικών και περιοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες.
Βιολογικό και κοινωνικό φύλο
Σε γενικές γραμμές, ο όρος βιολογικό φύλο χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις βιολογικές κατηγορίες του άνδρα και της γυναίκας ενώ ο όρος κοινωνικό φύλο χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις κοινωνικές κατηγορίες της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας, δηλαδή τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά που αποδίδονται στο καθένα από τα δύο φύλα. Το κοινωνικό φύλο προσδιορίζεται από κοινωνικούς παράγοντες. Ο κοινωνικός ρόλος του φύλου αναφέρεται σε συμπεριφορές, ενδιαφέροντα και υποχρεώσεις που ορίζονται από την κοινωνία ως κατάλληλα αρμόζοντα για άνδρες και γυναίκες. Η διάκριση του βιολογικού και κοινωνικού φύλου δε χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τον παράγοντα που ευθύνεται για την εμφάνιση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών σε άτομα διαφορετικού φύλου (μια διαμάχη του τύπου κληρονομικότητα ή περιβάλλον) αλλά για να αναδείξει πως αυτά τα χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές αποτελούν το αποτέλεσμα της κοινωνικής διαμεσολάβησης στη βάση μιας βιολογικής διαφοράς.
Το περιεχόμενο των ρόλων του κοινωνικού φύλου
Το περιεχόμενο των ρόλων των δύο φύλων περιλαμβάνει πεποιθήσεις για τους άνδρες και τις γυναίκες (οι άνδρες είναι πιο διεκδικητικοί, οι γραμματείς θα έπρεπε να είναι γυναίκες και οι μηχανικοί άνδρες), προτιμήσεις (για παράδειγμα η επιθυμία να είναι κανείς διεκδικητικός ή να γίνει μηχανικός) και υιοθέτησηορισμένων τρόπων συμπεριφοράς (το να συμπεριφέρεται κανείς με τρόπο διεκδικητικό ή το να γίνει μηχανικός).
Θα μπορούσαμε να διερευνήσουμε τη διαμόρφωση του κοινωνικού ρόλου του φύλου μέσα από τις δραστηριότητες των παιδιών. Να καταγράψουμε με τι παιχνίδια παίζουν, ποια παιχνίδια θεωρούν ανδρικά ή γυναικεία (πεποιθήσεις) και με ποια παιχνίδια θέλουν να παίζουν τα ίδια (προτιμήσεις).
Ερμηνεία των εμπειρικών δεδομένων σε σχέση με τις διαφορές φύλου
Οι διαφορές φύλου αναφέρονται σε διαφορές μέσων όρων μεταξύ ομάδων αγοριών και ομάδων κοριτσιών. Υπάρχουν πάντα μεγάλες διαφορές στα άτομα του ίδιου φύλου (ενδοφυλική διακύμανση) αλλά και αξιοσημείωτη επικάλυψη ανάμεσα στα δύο φύλα. Για παράδειγμα, κατά μέσο όρο, τα αγόρια παρουσιάζουν επιθετική συμπεριφορά σε μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά με τα κορίτσια, αλλά πολλά αγόρια βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο επιθετικότητας με τα κορίτσια, ενώ ορισμένα κορίτσια είναι πιο επιθετικά από ό,τι πολλά αγόρια.
Στερεότυπες αντιλήψεις για το φύλο
Στις δυτικές κοινωνίες οι άνδρες θεωρούνται ικανοί, λογικοί, διεκδικητικοί, επιθετικοί, έξυπνοι, ανταγωνιστικοί, καλοί στις θετικές επιστήμες ενώ οι γυναίκες πιστεύεται πως είναι αδύναμες, φλύαρες, ευγενικές, παθητικές, εξαρτημένες, θερμές, εκφραστικές και με κλίση στη λογοτεχνία και την τέχνη. Τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας που εμπεριέχονται στο ανδρικό στερεότυπο αξιολογούνται θετικά συχνότερα από εκείνα του γυναικείου στερεότυπου. Διαβάστε το σχετικό κείμενο για τη διπλή φύση των στερεοτύπων.Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες έχουν ενσωματώσει στην αυτοαντίληψή τους τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που εμπεριέχονται στο στερεότυπο του φύλου τους.
Η κατανόηση από το παιδί της έννοιας του φύλου
Ήδη στην ηλικία των δύο ετών το παιδί μπορεί να διακρίνει το φύλο σε εικόνες παραδοσιακών ανδρών και γυναικών. Παρόλα αυτά δεν κατανοεί ακόμη ότι το φύλο είναι ένα σταθερό και μόνιμο στοιχείο της ταυτότητας. Η σταθερότητα του φύλου και η μονιμότητα του φύλου έρχεται αργότερα. Από το τρίτο ή τέταρτο έτος της ηλικίας τους, πολλά παιδιά έχουν επίγνωση των στερεοτύπων του φύλου σε ότι αφορά τα παιχνίδια και τις δραστηριότητες των παιδιών. Τι φορούν άνδρες και γυναίκες, πως χρησιμοποιούν διαφορετικά πράγματα, ασχολούνται με διαφορετικά πράγματα. Παιδιά οκτώ ετών είχαν επίγνωση των στερεοτύπων παρόμοια με αυτά των ενηλίκων.
Διαμόρφωση του ρόλου του φύλου
Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης (Bandura, 1977), η συμπεριφορά του παιδιού διαμορφώνεται από τη συμπεριφορά των άλλων, ιδιαίτερα των γονέων. Αυτή η συμπεριφορά περιλαμβάνει τις διαφορές φύλου στη συμπεριφορά και τις στάσεις. Ο γονείς και άλλα σημαντικά πρόσωπα ενισχύουν συγκεκριμένες συμπεριφορές και αποθαρρύνουν ή αποδοκιμάζουν άλλες. Επιπλέον, τα παιδιά μιμούνται παρατηρώντας τη συμπεριφορά άλλων.
Οι γονείς ενισχύουν δραστηριότητες και επιλογές παιχνιδιού που αρμόζουν στο φύλο του παιδιού. Από πολύ νωρίς οι γονείς δίνουν στα μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, διαφορετικά παιχνίδια. Κούκλες και οικιακά παιχνίδια για τα κορίτσια, αυτοκίνητα και αθλητικά παιχνίδια για τα αγόρια.
Ο τρόπος που οι πατέρες φέρονται στα παιδιά διέφερε σημαντικά από αυτόν των μητέρων. Βρέθηκε (Siegal, 1987) πως οι πατέρες θεωρούσαν πως τα αγόρια ήταν πιο δυνατά και σκληρά από τα κορίτσια και τα ενθάρρυναν στο σκληρό παιχνίδι ενώ συγχρόνως αντιδρούσαν πιο αρνητικά στο παιχνίδι με κούκλες.
Η γνωστική αναπτυξιακή θεωρία της διαμόρφωσης ρόλου φύλου έχει τις βάσεις της στα κείμενα του Kohlberg. Ο Kohlberg θεωρούσε πως το παιδί είναι ένα ενεργό υποκείμενο που επιδιώκει να δώσει περιεχόμενο και να κατανοήσει το κοινωνικό περιβάλλον. Οι στάσεις και οι πεποιθήσεις του ίδιου του παιδιού για τους ρόλους των δύο φύλων θεωρούνται πρωταρχικής σημασίας γιατί καθοδηγούν τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον. Υποστήριζε πως η αυξανόμενη επίγνωση που έχει το παιδί για την ταυτότητα φύλου του αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την περεταίρω διαμόρφωση του φύλου. Οι άλλοι λειτουργούν ως πρότυπα για μίμηση αλλά αυτό γίνεται λόγω της αυτοκοινωνικοποίησης, της επίγνωσης δηλαδή πως το άτομο ανήκει σε ένα φύλο και πως τα άτομα που ανήκουν στο ίδιο φύλο κάνουν το ίδιο.
Βιβλιογραφία
Bandura, A. (1977) Social learning theory. N.J.: Prentice Hill
Siegal, M. (1987) Are sons and daughters treated more differently by fathers than by mothers? Developmental Review, 7, 183-209
TurnerP.J. (1998) Βιολογικό φύλο, κοινωνικό φύλο και ταυτότητα του Εγώ. Ελληνικά Γράμματα

 Στο πλαίσιο της διδασκαλίας στο μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας της ενότηταςτα φύλα στη λογοτεχνία παραθέτουμε κάποιες πληροφορίες για το ρόλο της οικογένειας από τη διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια wikipaideia

Οικογένεια


Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Γλυπτό του Henry Moore με τίτλοΟικογένειαBarclay School, Stevenage, Hertfordshire, Μεγάλη Βρετανία.
Η ανθρώπινη οικογένεια (Family) είναι μια θεσμοθετημένη βιο-κοινωνική μονάδα (biolocial group) που αποτελείται από δύο τουλάχιστον ενήλικα άτομα ετερόφυλα και μη συγγενικά εξ αίματος που έχουν συζευχθεί καθώς και (τα κατιόντα μέλη) τέκνα αυτών, η καλούμενη έτσι και "πυρηνική οικογένεια". Ελάχιστες λειτουργίες αυτών των ομάδων πυρήνων (στην ευρύτερη μορφή τους) είναι η παροχή ικανοποίησης και ελέγχου των αναγκών του θυμικού (affectional needs) -συμπεριλαμβανομένων και των σεξουαλικών σχέσεων- καθώς και η διατήρηση μιας "κοινωνικο-πολιτιστικής" κατάστασης (sociocultural situation) για την ανατροφή και ομαλή κοινωνικοποίηση των κατιόντων μελών της (τέκνων). Κάθε λοιπόν ομάδα που συγκροτείται με τον παραπάνω τρόπο και ταυτόχρονα επιτελεί τις παραπάνω ελάχιστες λειτουργίες καλείται "οικογένεια". Η διάρθρωση της δομής, της κάθε οικογένειας, που σχετίζεται τυπικά μέσω της συγγένειας ή της ιδιοκτησίας (βλ. ο ρόλος των δούλων στην αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη) Βυζάντιο κλπ, και όπως έχει εξελιχθεί αυτή μέχρι σήμερα, περιλαμβάνει διάφορους "τύπους" οικογένειας που αναλύονται παρακάτω.
Αν και πολλοί (συμπεριλαμβανομένων των κοινωνιολόγων) αντιλαμβάνονται τη συγγένειαως συγγένεια αίματος, στην κοινωνική ανθρωπολογία ο όρος αίμα αντιμετωπίζεται ενίοτε μεταφορικά και όχι ως απότοκος της γενετικής συγγένειας.
Στο άρθρο 16(3) της Παγκόσμιας Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρεται: "Η οικογένεια είναι η φυσική και θεμελιώδης μονάδα της κοινωνίας και χρειάζεται να προστατεύεται από την κοινωνία και το κράτος".
Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα ο όρος "οικογένεια" δεν απαντάται στην κλασική και στην ελληνιστική περίοδο. Για πρώτη φορά αυτός απαντάται σε μεσαιωνικά (βυζαντινά) κείμενα. Ως εκ τούτου είναι ένας όρος νεότερος, ο οποίος αποτελείται από δύο συνθετικά: «οίκος» και «γένος». Η αντίστοιχη αρχαιοελληνική λέξη είναι ο όρος «οίκος» που σήμερα χρησιμοποιείται επίσημα μόνο για Βασιλικές Οικογένειες ενώ στην σύγχρονη ελληνική λαϊκή γλώσσα οι όροι που χρησιμοποιούνται είναι: φαμελιά (από το γαλλικό όρο), φαμίλια(από τον αγγλικό όρο), ασκέρι (από τον τουρκικό όρο), σειργιάφάρα (που ταυτίζεται και με το γένος) ως και τζάκι (από το τουρκικό οτζάκ).
Στη νεότερη Ελλάδα χρησιμοποιούμε τον όρο «οικογένεια» υπό την ευρεία και στενή σημασία της, εννοώντας αφενός το γένος, τη γενιά, τους συγγενείς, αφετέρου τα συγγενικά πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από μία στέγη, ή τους συγγενείς οι οποίοι κατοικούν σε περισσότερα οικήματα, θεωρούμενα ως ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο (οικία). Βασική προϋπόθεση της οικογένειας με τη στενή έννοια είναι η ανταλλαγή οικιακών υπηρεσιών. Αυτή η μορφή οικογένειας αναδεικνύει χαρακτηριστικά όπως η κοινήοικονομία (συνεργασίαιδιοκτησία) και η κοινή κατανάλωση, (κοινό μαγειρείο). Τα χαρακτηριστικά αυτά μας οδηγούν και στους όρους «νοικοκυριό», «σπίτι», «σπιτικό». Ο πρώτος όρος χρησιμοποιείται συνήθως από τους δημογράφους και τους στατιστικούς, οι δύο άλλοι χρησιμοποιούνται γενικότερα στην ανθρωπολογικήεθνολογική και λαογραφικήέρευνα, διατηρώντας παράλληλα πολλά κοινά σημεία με την έννοια του αρχαίου «οίκου».
Σε ορισμένα κράτη σήμερα, η έννοια της οικογένειας έχει αρχίσει να περιλαμβάνει και σύνδεσμο ατόμων του ίδιου φύλου, με τη θεσμοθέτηση του γάμου των ομοφυλοφίλων και υιοθεσίας τέκνων.

Οικιακή ομάδα

Στις κοινωνικές επιστήμες χρησιμοποιείται ιδιαίτερα ο όρος οικιακή μονάδα, που αντιστοιχεί στην οικογένεια με τη στενή της έννοια, υποδηλώνοντας τα άτομα που συμβιώνουν κάτω από μία στέγη, εργάζονται μαζί, καταναλώνουν μαζί και ανταλλάσσουν οικιακές υπηρεσίες. Ο όρος αυτός, σαφέστερος του όρου οικογένεια, συμπεριλαμβάνει στην ομάδα και άτομα που δεν έχουν μεταξύ τους συγγενική σχέση (για παράδειγμα υπηρέτες που διαμένουν στο σπίτι και άλλα πρόσωπα. Επομένως, κρίνεται ως καταλληλότερος για τον ορισμό της οικογένειας της δυτικής Ευρώπης και άλλων τόπων, όπου απαντάται κατά κανόνα τέτοια οργάνωση (υπηρετικό προσωπικό κ.λ.π.). Στην Ελλάδα η διαβίωση άλλων προσώπων στο σπίτι εκτός από τους συγγενείς είναι πολύ σπάνια, πλην των αστικών κέντρων στην νεότερη περίοδο της ελληνικής ιστορίας.

Συγγένεια και καταγωγή


Οικογένεια της φαραωνικήςΑιγύπτου.
Με τον όρο «συγγένεια» εννοείται η αρχή με βάση την οποία ορίζουμε όλους τους συγγενείς, δηλαδή μέλη συγγενικών οικογενειών που περιλαμβάνονται σε μια ακτίνα με αναφορά στο Άτομο (Ego, δηλαδή Εγώ στη λαογραφική και εθνογραφική ορολογία), από τους πιο κοντινούς ως τους πιο μακρινούς, οριζόντια (συγγενείς εκ πλαγίου) και κάθετα (συγγενείς ανιόντες και κατιόντες ή ανερχόμενους και κατερχόμενους). Οι βαθμοί συγγένειας στους οποίους περιλαμβάνονται οι συγγενείς στην Ελλάδα, φτάνουν κατά κανόνα ως τα δεύτερα ξαδέρφια από τη γυναικεία πλευρά και ως τα τρίτα αλλά και περισσότερο ακόμα μακρινά από την ανδρική πλευρά. Η ανισότητα στις δύο πλευρές οφείλεται αφενός στην ύπαρξη του πατρικού επωνύμου, αφετέρου στον χαρακτήρα του ελληνικού συστήματος συγγένειας, το οποίο δίνει μεγαλύτερο βάρος και έμφαση στην πατρική ή ανδρική πλευρά. Η έκταση εξαρτάται πάντα και από τις τοπικές ιδιομορφίες του συστήματος συγγένειας.
Με τον όρο «καταγωγή» εννοείται την αρχή με την οποία γίνεται η στρατολόγηση των κατερχόμενων συγγενών που περιλαμβάνει μια ομάδα της οποίας τα μέλη συνδέονται ανδροπλευρικά με συγγενικούς δεσμούς με αναφορά και αφετηρία πάντα έναν πρόγονο, που έχει ζήσει δύο και περισσότερες γενιές πριν από το πιο ηλικιωμένο μέλος της ομάδας το οποίο βρίσκεται εν ζωή (πατρογραμμική καταγωγή). Τούτο σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, γιατί σε άλλες κοινωνίες η καταγωγή λειτουργεί πιθανώς γυναικοπλευρικά με αφετηρία μια πρόγονο (μητρογραμμική καταγωγη). Αν ο πρόγονος είναι κοντινός και επομένως γνωστός, ώστε οι απόγονοι-συγγενείς να συνδέονται με αυτόν με ανιχνεύσιμους βαθμούς συγγένειας, η ομάδα ονομάζεται γενιά, σόϊ και ιδιωματικά σειριάσειρολόι. Αν ο πρόγονος είναι παλιότερος και παρουσιάζεται ως μια μυθική ή ημιμυθική μορφή, ώστε τα μέλη της ομάδας να μην μπορούν να ανιχνεύσουν τους βαθμούς συγγένειας, η ομάδα ονομάζεται γένος και ιδιωματικά φάρα (σπόρος, συνήθως και με κακή σημασία). Θα λέγαμε λοιπόν ότι η συγγένεια είναι εγω-κεντρική (από το Εγώ-Ego), ενώ η καταγωγή προγονο-κεντρική.

Παραδοσιακή οικογένεια στην Ελλάδα

Η οικογένεια έχει παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα πολλές μορφές. Tα μεμονωμένα άτομα δεν αποτελούν οικογένεια και ορίζονται για λόγους πρακτικούς ως «μονήρη». Συνήθως σε μια τοπική κοινωνία συνυπάρχουν περισσότεροι τύποι οικογενειών, πράγμα που οφείλεται στον κύκλο ανάπτυξης της οικιακής ομάδας σε μια δεδομένη στιγμή. Ακόμη μπορεί μερικοί τύποι να μην απαντώνται καθόλου σε μια τοπική κοινωνία. Τέλος, οι πηγές πληροφοριών για την οικογένεια είναι: δηματολογία, απογραφές πληθυσμού, περιηγητικά κείμενα, συλλογές λαογραφικού υλικού, δημοσιευμένα κείμενα λαϊκής φιλολογίας, μελέτες.
  • Η πολυπυρηνική οικογένεια: Η πολυπυρηνική οικογένεια απαντάται σε πολλές περιοχές του κοσμου (ΙνδίεςΚίνα) και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, καθώς και στην Ελλάδα ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Η οικογένεια αυτή ονομάζεται και σύνθετη ή πολυεστιακή οικογένεια ή οικιακή κοινότητα. Ήταν διαδεδομένη ως τα μέσα του 20 αιώνα σε μεγάλη έκταση της ηπειρωτικής Ελλάδας σε ορεινές, ημιορεινές αλλά και πεδινές περιοχές. Απουσίαζε από τα νησιά του Αιγαίου, ενώ υπήρχε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σε ορισμένα νησιά τηςΕπτανήσου, ενδεχομένως λόγω μετανάστευσης τους τελευταίους αιώνες από την ηπειρωτική Ελλάδα.
  • Η πατροπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια: Η οικογένεια αυτού του τύπου είναι γνωστή και ως μεγάλη πατριαρχική οικογένεια. Ο όρος πατριαρχική όμως δηλώνει περισσότερο την αυξημένη εξουσία του πατέρα (patria potestas), παρά τη δομή και τη μορφή της. Αποκαλείται πατροπλευρική, γιαιτί από άποψη δομής και μορφής οι συγγενείς μέσα σε αυτήν συνδέονται μέσω ανδρών. Η πατροπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια στηρίζεται στην αρχή της πατροτοπικότητας, δηλαδή στην αρχή σύμφωνα με την οποία η νύφη έρχεται και εγκαθίσταται στο σπίτι του πεθερού. Με αυτόν τον τρόπο μια πατροπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια αποτελείται από τους αδερφούς, τις συνυφάδες και τους γονείς. Όταν όμως οι γονείς αποβιώσουν και οι αδερφοί συνεχίζουν να παραμένουν μαζί, τότε η πολυπυρηνική οικογένεια ονομάζεται «αδερφική».
Η πατροπλευρική/αδερφική πολυπυρηνική οικογένεια ήταν διαδεδομένη κυρίως στις ορεινές, ημιορεινές ακόμη και πεδινές περιοχές της χώρας, όπου υπήρχε μεγάληκτηνοτροφία αλλά και εκτατική καλλιέργεια δημητριακών (π.χ. στους κτηνοτρόφουςΒλάχους της Πίνδου, στους γεωργούς Καραγκούνηδες της θεσσαλικής πεδιάδας και αλλού).
Στην Ελλάδα και την κεντρική Ευρώπη εκτός από τη σύνθετη οικογένεια απαντάται σπανιότερα και η πολυσύνθετη πολυπυρηνική οικογένεια, στην οποία υπάρχουν παντρεμένα ανίψια και εγγόνια, τέσσερις δηλαδή γενιές, (κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, σε Ήπειρο, ΜακεδονίαΘράκη).
  • Η αμφιπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια: Ουσιαστικά πρόκειται για μια παραλλαγή της πολυπυρηνικής οικογένειας. Η διαφορά από την πατροπλευρική οικογένεια συνίσταται στο γεγονός ότι σε αυτόν τον τύπο μαζί με τους παντρεμένους αδερφούς μπορεί να συμβιώνει στο σπίτι και μία ή περισσότερες αδερφές. Ο συγκεκριμένος τύπος οικογένειας έχει επισημανθεί στα Μεσόγεια της Αττικής, στην πεδινή και ημιορεινή Βοιωτία και στο Πωγώνι Ηπείρου. Η αμφιπλευρική πολυπυρηνική οικογένεια χαρακτηρίζεται από την απουσία του εθίμου της «εξαγοράς της νύφης». Αντίθετα στην περίπτωση αυτή συνηθίζεται η λεγόμενη «προγαμιαία δωρεά», δηλαδή ο γαμπρός ή ο πατέρας του προσφέρει προσωπικά στη νύφη ένα χρηματικό ποσό ή αντ’ αυτού ακριβά κοσμήματα.

Θεωρίες για την πολυπυρηνική οικογένεια


Οκογένεια Εσκιμώων της φυλής Saami γύρω στα 1900.
Οι βασικές θεωρίες που έχουν υποστηριχθεί για να εξηγήσουν την παρουσία της πολυπυρηνικής οικογένειας είναι:
  1. Η πολυπυρηνική οικογένεια στηρίζεται στην κτηνοτροφία μεγάλων κοπαδιών. Στην κτηνοτροφία όπου μια οικογένεια διατηρεί τέτοιο αριθμό ζώων (πρόβατα, γίδια) που χρειάζονται περισσότερα άτομα (κυρίως άνδρες) για τη βοσκή και τη φροντίδα τους (άρμεγμα, γέννα κ.λ.π.). Η ανάγκη, η οποία είναι μεγαλύτερη, ιδιαίτερα την περίοδο γέννησης, για περισσότερα χέρια εξηγείται από τον τρόπο οργάνωσης του κοπαδιού (χωριστά τα πρόβατα, χωριστά τα γίδια κ.ά.). Η κτηνοτροφία αυτή είναι κατά κανόνα νομαδική (Σαρακατσάνοι), ημινομαδικοί (Βλάχοι) ή μεταβατική (διάφορες ομάδες κτηνοτρόφων της ορεινής και ημιορεινής ζώνης στην Ελλάδα).
  2. Η πολυπυρηνική οικογένεια στηρίζεται επίσης στην εκτατική καλλιέργεια των δημητριακών. Ο τρόπος καλλιέργειας με αγρανάπαυση ανάγκαζε τους γεωργούς να χωρίζουν τη γη σε δύο ή τρεις ζώνες. Καλλιεργούσαν μια ζώνη ανά έτος, το επόμενο έτος η ζώνη παρέμενε βοσκότοπος και την καλλιεργούσαν το τρίτο ή τέταρτο έτος. Έτσι, όταν οι γιοι παντρεύονταν και έπρεπε να μοιραστεί η γη, ο πατέρας ήταν υποχρεωμένος να χωρίσει την έγγεια περιουσία σε πολλαπλά μερίδια, προκειμένου να αποκτήσουν τα παιδιά του καλλιεργήσιμη γη σε όλες τις ζώνες. Αυτή η διαδικασία δημιουργούσε, με τον πολυτεμαχισμό, μεγάλο πρόβλημα στην καλλιέργεια των δημητριακών. Έτσι ήταν προτιμότερη η καθυστέρηση της διαίρεσης της γης όσο το δυνατόν περισσότερο και επομένως και της πολυπυρηνικής οικογένειας.
  3. Η τρίτη θεωρία, παρ’ όλο που συνδέεται με την οικονομία, ωστόσο δεν καθορίζεται τόσο από την μορφή (κτηνοτροφία, γεωργία). Οι υποστηρικτές της θεωρούν ότι είναι απαραίτητη η παραμονή κάποιων προσώπων στο σπίτι π.χ. γιαγιάς, παππού, όταν τα μέλη της οικογένειας είναι αναγκασμένα να εργάζονται πολλές ώρες έξω από το σπίτι. Η θεωρία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και στις περιπτώσεις της νομαδικής – ημινομαδικής – μεταβατικής κτηνοτροφίας και στην περίπτωση της καλλιέργειας των δημητριακών, αλλά υπό ορισμένες προϋποθέσεις και στον αστικό χώρο, όταν συμβαίνει και οι δύο γονείς να εργάζονται έξω από το σπίτι.

Η οικογένεια κορμός


Σχεδιάγραμμα των σχέσεων συγγενείας στην ευρύτερη οικογένεια.
Με τον όρο οικογένεια κορμός εννοούμε την οικιακή ομάδα στην οποία οι γονείς συμβιώνουν με ένα παιδί παντρεμένο αγόρι ή κορίτσι. Ο όρος αυτός ουσιαστικά είναι απόδοση στα ελληνικά των δυτικών όρων famille-souche και stem-family, που αναφέρονται σε παρόμοιο τύπο οικογένειας, ο οποίος όμως εκεί συνδέεται με την επιλογή ενός και μοναδικού κληρονόμου, έθιμο κατάλοιπο παλαιότερης φεουδαρχικής οργάνωσης της κοινωνίας. Στην ελληνική περίπτωση ο όρος είναι πολύ σαφής και αποδίδει με ακρίβεια τον συγκεκριμένο τύπο οικογένειας. Η οικογένεια-κορμός μπορεί να διακριθεί σε δύο βασικούς τύπους: στην πατροπλευρική οικογένεια-κορμό και στη μητροπλευρική οικογένεια-κορμό, που απαντώνται σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας.
Η πατροπλευρική οικογένεια-κορμός: Στην πατροπλευρική οικογένεια-κορμό οι γονείς συμβιώνουν με έναν γιο παντρεμένο, τον πρωτότοκο ή τον υστερότοκο ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες κάθε περιοχής. Η πατροπλευρική οικογένεια-κορμός μπορεί να προκύψει με δύο τρόπους:
  • Με τη διαδιακασία διαίρεσης της πατροπλευρικής πολυπυρηνικής οικογένειας. Η μεγάλη οικογένεια διαιρείται, ενώ ακόμα ζουν οι γονείς. Οι αδερφοί εγκαθίστανται σε καινούρια σπίτια και οι γονείς μένουν με ένα γιο που στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά όχι πάντα είναι ο τελευταίος.
  • Η οικογένεια-κορμός προέρχεται από την πατρική πυρηνική οικογένεια, χωρίς να μεσολαβήσει η σύνθετη πολυπυρηνική.Αυτό συμβαίνει στα νεότερα χρόνια όπου όλοι οι γιοι αποχωρούν από την οικογένεια με τον γάμο τους εκτός από τον τελευταίο.
Η μητροπλευρική οικογένεια-κορμός: Ο συγκεκριμένος τύπος οικογένειας συναντιέται θεσμικά συνήθως στα νησιά του Αιγαίου και σπάνια στον ελλαδικό ηπειρωτικό χώρο. Η μητροπλευρική οικογένεια-κορμός στηρίζεται στην αρχή της εγκατάστασης του γαμπρού στο σπίτι της μητέρας της νύφης (μητρο-γυναικοτοπικός γάμος). Το σπίτι στο τέλος κληρονομείται από την κόρη, που μπορεί να είναι η πρώτη ή η τελευταία. Συχνότερα όμως πρόκειται για την πρωτότοκη κόρη (κανακάρα κ.λπ.), η οποία στα νησιά του Αιγαίου έχει αυξημένα δικαιώματα. Η μητροπλευρική οικογένεια είναι γνωστή και ως μητροκεντρική ή μητροεστιακή οικογένεια. Στη μητροπλευρική οικογένεια-κορμό τη φροντίδα των γονέων αναλαμβάνει η κόρη της οικογένειας. Ταυτόχρονα η συνέχιση του «σπιτιού» γίνεται μέσωθηλυγονίας, δηλαδή καταγωγής από γυναίκες. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται οι λεγόμενες θηλυγονικές γραμμές. Η μητροπλευρική οικογένεια-κορμός δεν προϋποθέτει υποχρεωτικά εγκατάσταση και των δύο ζευγαριών, γονιών και κόρης κάτω από την ίδια στέγη. Συνήθως οι γέροντες γονείς διαμένουν σε ένα σπίτι συνεχόμενο ή κοντά στο σπίτι της κόρης, που μπορεί να είναι και στην αυλή, το λεγόμενο γεροντικό. Η μητροπλευρική οικογένεια-κορμός έχει συνδεθεί από πλευράς οικονομίας με την απασχόληση των ανδρών στη θάλασσα, (αλιείαναυτιλία).

Παραδοσιακά σύμβολα

Η οικογένεια αποτελεί ταυτόχρονα και μια συμβολική ομάδα.

Χαρακτηριστική οικογένεια τηςΘεσσαλονικής στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η εστία: Μέσα σε κάθε παραδοσιακό σπίτι υπάρχει η εστία (τζάκι,φόκος κ.λ.π.). Η εστία δεν αποτελεί απλώς ένα χώρο όπου μαγειρεύουν οι άνθρωποι και ζεσταίνονται, αλλά είναι το σύμβολο της ενότητας της οικογένειας. Δεν είναι άσχετο το έθιμο που συναντάμε σε περιοχές του βορειελλαδικού χώρου κατά τη διαίρεση της μεγάλης πουπυρηνικής οικογένειας: μεταφέρεται φωτιά από την εστία του πατρικού σπιτιού στα σπίτια των γιων. Με τον τρόπο αυτό προβάλλεται η συνέχεια της οικογένειας. Σε ορισμένες περιοχές της Ηπείρου όταν η νύφη εισέρχεται στο σπίτι του πεθερού, μια από τις πρώτες ενέργειες της είναι να προσκυνήσει την εστία.
Το εικονοστάσι: Παρεμφερή ρόλο έχει και το εικονοστάσι, πιθανή επιβίωση της αρχαίας εστίας, όπου τοποθετούνται οι εικόνες των αγίων της οικογένειας ή των αγίων των οποίων τα ονόματα έχουν ο αρχηγός και τα μέλη της οικογένειας.
Τα στέφανα: Ισχυρό σύμβολο του γάμου, αρκετές φορές τοποθετούνται σε στεφανοθήκες, δίπλα στο εικονοστάσι, για να δείξουν ότι ο γάμος είναι τόσο ιερός δεσμός όσο και η εκκλησία που τον ευλόγησε, ή όσο οι εικόνες των αγίων που φυλάσσονται στο εικονοστάσι.
Το φίδι και η νεράιδα του σπιτιού: Εκτός από τα σύμβολα που συνδέονται με τη φωτιά (εστία, καντήλι) σε όλη την Ελλάδα υπήρχε παλαιότερα η πίστη σε ένα «φίδι του σπιτιού», το οποίο προστατεύει την οικογένεια και δεν πρέπει κανείς να το πειράξει. Είναι οοικουρός όφις της αρχαιότητας. Πιστεύεται ότι αν κάποιος πειράξει ή σκοτώσει το φίδι, τότε θα πεθάνει ένα μέλος ή ο αρχηγός της οικογένειας. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας το φίδι αυτό είναι θηλυκό ή συνδέεται με μια φανταστική γυναικεία μορφή (νεράιδα) με διάφορες ονομασίες π.χ. βιτόρα στην Αττική, σαγιάδα στην Κοζάνη, μάισσα στον Πόντο, που θεωρείται προστάτιδα του σπιτιού.
Το αίμα και ο σπόρος: Άλλα σύμβολα, τα οποία όμως έχουν περισσότερο σχέση με την έννοια της οικογένειας ως ομάδας συγγενών, είναι το αίμα και ο σπόρος (σπέρμα). Το αίμα και ο σπόρος συμβολίζουν κυρίως τη συγγένεια ή τους συγγενείς από την ανδρική πλευρά, μέσα και έξω από το σπίτι. Πιστεύεται ότι με το αίμα και το σπόρο μεταβιβάζονται από τους παππούδες τα φυσικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά στην ομάδα.
Το γάλα: Ένα άλλο σύμβολο, το οποίο όμως δεν είναι πάντα τόσο έντονο, όπως το αίμα, είναι το γάλα. Το γάλα συμβολίζει ενίοτε τη συγγένεια από τις γυναίκες. Πιστεύεται ότι έχει παρόμοιες ιδιότητες με εκείνες του αίματος. Συγγενείς από γάλα επίσης δεν πρέπει να παντρεύονται, καθώς και μη συγγενείς που έχουν θηλάσει από την ίδια γυναίκα.
Ο εορτασμός του προστάτη αγίου: Κατά την ημέρα του εορτασμού του αγίου γίνεταιλειτουργία, κατόπιν έρχεται ο ιερέας στο σπίτι κάνει ευχέλαιο και σηκώνει ύψωμα. Η οικογένεια έχει σφάξει αρνί ή κατσίκι και κάνει τραπέζι στους συγγενείς. Μερικές φορές οι οικογένειες έχουν ή κτίζουν ιδιόκτητες εκκλησίες προς τιμήν του προστάτη αγίου (Μάνη,Ήπειρος κ.ά.).

Βιβλιογραφία

  • Αλεξάκης, Ε.Π., «Οικογένεια», στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα: Οι Νεότεροι Χρόνοι, ΕΑΠ, Πάτρα, 2002.
  • Αλεξάκης Ε.Π., Μάνη: Γένη και οικογένεια, Τροχαλία, Αθήνα, 1998.
  • Αλεξάκης Ε.Π., Ταυτότητες και ετερότητες. Σύμβολα, συγγένεια, κοινότητα στην Ελλάδα - Βαλκάνια, Δωδώνη, Αθήνα 2001.
  • Forbes Scott, A Natural History of Families, Princeton University Press, 2005,ISBN 0-691-09482-9
  • Mock Douglas W., More Than Kin and Less Than Kind, Belknap Press, 2004,ISBN 0-674-01285-2

Δικτυακοί τόποι

Ο ρόλος των φύλων στη λογοτεχνία

Η λογοτεχνική κριτική που εξετάζει τις αναπαραστάσεις των ανδρών και γυναικών, τη σεξουαλικότητα, τη συγκρότηση του φύλου και τις σχέσεις εξουσίας που διέπουν την έμφυλη υποκειμενικότητα στα λογοτεχνικά κείμενα έχει σήμερα πολλές μορφές. Η φεμινιστική θεωρία, που αναπτύχθηκε στα πλαίσια του ευρύτερου κινήματος του φεμινισμού, ασχολήθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1960 με τη λογοτεχνία και οι πρώτες φεμινίστριες κριτικοί καταδίκασαν την αρνητική απεικόνιση των γυναικών στη λογοτεχνία, ενώ έγινε προσπάθεια για την ανάδειξη μιας γυναικείας παράδοσης, εστιάζοντας στις γυναίκες ως συγγραφείς [authors] και αναγνώστριες. Άλλες θεωρητικές τάσεις, όπως η μελέτη του φύλου [gender studies] και οι λεσβιακές και γκέι θεωρίες, σε συνάρτηση με το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων που ξεκίνησε το 1969, ακολούθησαν την ανάπτυξη της φεμινιστικής θεωρίας και των γυναικείων σπουδών [women’s studies], της διεπιστημονικής μελέτης θεμάτων που αφορούν τις γυναίκες και το φύλο στα πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα σήμερα η σχέση της λογοτεχνικής κριτικής με το φύλο να καλύπτει τρία εφαπτόμενα πεδία: τη φεμινιστική θεωρία και λογοτεχνική κριτική, τις λεσβιακές γκέι και queer θεωρίες [queer theory] και τη μελέτη των ανδρών και του ανδρισμού [masculinity]. Η ευρύτερη λοιπόν μελέτη του φύλου στη λογοτεχνία διερευνά ζητήματα διαφοράς [difference], ισότητας, σεξουαλικότητας [sexuality], ταυτότητας [identity], και των σχέσεων μεταξύ φύλου και φυλής, κοινωνικής τάξης και εθνότητας. Ακόμα ασχολείται με τη κατασκευή του λογοτεχνικού κανόνα [canon] και τη συμβολή της συγγραφής και της ανάγνωσης στις κοινωνικές αλλαγές, όχι μόνον όσον αφορά στα δικαιώματα των γυναικών αλλά και των μειονοτήτων γενικότερα.


Ο ρόλος του φύλου στη λογοτεχνική κριτική δεν θα μπορούσε να εξεταστεί ξεχωριστά από τον φεμινισμό. Η διεκδίκηση της ισότητας των γυναικών έχει άμεση σχέση με τη γυναικεία λογοτεχνία και η φεμινιστική θεωρία πηγάζει από το κοινωνικό κίνημα του φεμινισμού για την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών που ξεκίνησε στα τέλη του 18ου αιώνα. Το κίνημα του φεμινισμού απαιτεί την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών σε όλους τους τομείς, την πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία. Οι φεμινιστές/στριες πιστεύουν ότι οι γυναίκες καταπιέζονται εξαιτίας της κυρίαρχης ιδεολογίας της πατριαρχίας [patriarchy], που τις υποτάσσει μέσα από ένα σύστημα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών θεσμών. Μόνο το τέλος της πατριαρχίας θα φέρει την απελευθέρωση όχι μόνο των γυναικών αλλά και των ανδρών, των μειονοτήτων και των ομοφυλοφίλων. Βέβαια δεν υπάρχει μία «σχολή» φεμινιστικής κριτικής, αλλά πολλές τάσεις από τότε που άρχισε το φεμινιστικό κίνημα μέχρι σήμερα. Η φεμινιστική θεωρία εξελίχθηκε σε σχέση με άλλες θεωρίες όπως είναι ο Διαφωτισμός, ο Μαρξισμός, η ψυχανάλυση, ο μεταδομισμός και η μετα-αποικιοκρατική θεωρία καθώς οι φεμινιστές/στριες κριτικοί όχι μόνο συνεισέφεραν αλλά και άσκησαν κριτική σε αυτές. Από το 1798, όταν η Βρετανίδα συγγραφέας Mary Wollstonecraft δημοσίευσε το έργο A Vindication of the Rights of Women, υποστηρίζοντας ότι η ισότητα των γυναικών είναι απαραίτητη για μια δίκαιη κοινωνία, μέχρι τον βικτωριανό φιλόσοφο John Stuart Mill, ο οποίος στο The Subjection of Women (1869) απαίτησε ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες, οι φεμινιστές/φεμίνιστριες θεώρησαν ότι το δικαίωμα της ψήφου θα οδηγούσε στην ίση θέση της γυναίκας. Όμως παρά την απόκτηση αυτού του δικαιώματος σε πολλές χώρες της δυτικής Ευρώπης και στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα, οι γυναίκες εξακολούθησαν να βρίσκονται σε κατώτερη θέση από τους άνδρες και να υφίστανται άνιση μεταχείριση. Έτσι από το 1960 ζήτησαν πιο ριζοσπαστικές αλλαγές στην κοινωνία και έργα όπως το Feminine Mystique (1963) της Αμερικανίδας Betty Friedan τόνισαν την ανάγκη για πλήρη πολιτική και νομική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Μια άλλη τάση του φεμινιστικού κινήματος την ίδια εποχή ήταν ο μαρξιστικός φεμινισμός [Marxist feminism], που σε αντίθεση με τις απόψεις της φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας, υποστήριξε ότι οι ασυμμετρίες της εξουσίας προέρχονται από την οικονομική εκμετάλλευση, επομένως οι διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και γενικά των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων οφείλονται στον καπιταλισμό. Επηρεασμένος από το έργο του Friedrich Engels, συνεργάτη του Marx, The Origin of the Family, Private Property, and the State (1845), ο μαρξιστικός φεμινισμός θεώρησε ότι για να απελευθερωθούν οι γυναίκες θα πρέπει να ανεξαρτητοποιηθούν οικονομικά και να πολεμήσουν ταυτόχρονα την πατριαρχία και τον καπιταλισμό.

Το έναυσμα όμως για μια πιο κριτική θεώρηση στο πως διαμορφώνονται οι γυναίκες στην κοινωνία και πως συγκροτείται η ίδια η έννοια τoυ φύλου έδωσε το ρηξικέλευθο έργο της Γαλλίδας συγγραφέως Simone de Beauvoir Το δεύτερο φύλο (1949). Λέγοντας ότι «δεν γεννιέσαι γυναίκα, αλλά γίνεσαι», η Beauvoir εισήγαγε την έννοια του κοινωνικού φύλου [gender], τη διαπίστωση δηλαδή ότι το φύλο είναι κοινωνικό κατασκεύασμα και όχι δεδομένο της φύσης. Η Beauvoir χρησιμοποιεί τον όρο Άλλος [Other] για να δείξει πώς στην πατριαρχική κοινωνία η γυναίκα λειτουργεί ως το αρνητικό του άνδρα, ο οποίος ορίζεται ως ο Εαυτός/υποκείμενο και αντιπροσωπεύει το λογικό και φυσικό. Από τη δεκαετία του 1970, οι φεμινιστές/φεμινίστριες, ιδιαίτερα ο ριζοσπαστικός φεμινισμός [radical feminism] εξέτασε την καταπίεση των γυναικών πέρα από τις πολιτικές, νομικές και οικονομικές δομές της κοινωνίας, αναλύοντας θέματα αναπαραγωγής, σεξουαλικότητας και εξουσίας και επιμένοντας ότι το «προσωπικό είναι πολιτικό». Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός θεώρησε ότι οι γυναικείοι ρόλοι της μητρότητας [maternity] και της σεξουαλικότητας διαιωνίζουν την υποταγή των γυναικών και αρκετές φεμινίστριες υποστήριζαν ότι η πατριαρχία θα πρέπει αντικατασταθεί από το αντίθετό της, την μητριαρχία [matriarchy]. Συγγραφείς όπως η Mary O’ Brien στο The Politics of Reproduction (1981) έδειξαν με ποιό τρόπο οι άνδρες ελέγχουν την αναπαραγωγή των γυναικών, ενώ άλλες τάσεις που διαμορφώθηκαν οδήγησαν στον λεσβιακό φεμινισμό [lesbian feminism] και στον διαχωριστικό φεμινισμό [separatist feminism]. 

Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός έδωσε μεγάλη προσοχή στο πολιτισμό και στη λογοτεχνία, με κορυφαίο παράδειγμα το βιβλίο Sexual Politics (1970) της Αμερικανίδας Kate Millett, που άσκησε κριτική στις απεικονίσεις των πατριαρχικών αξιών στη λογοτεχνία. Το δεύτερο κύμα [second wave feminism] – από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 – του αγγλο-αμερικανικού φεμινισμού [Anglo-American feminism] ασχολήθηκε με την γυναικεία εμπειρία μέσα από την ανάλυση των γυναικείων λογοτεχνικών χαρακτήρων, με τη μητρογονική κληρονομιά [matrilineal heritage] και με τις ίδιες τις γυναίκες ως συγγραφείς και αναγνώστριες. Αρχίζοντας από την αγγλική λογοτεχνία, οι φεμινίστριες κριτικοί επιτέθηκαν στον λογοτεχνικό κανόνα και στον αποκλεισμό των γυναικών από αυτόν. Πηγή έμπνευσης για αυτού του είδους την κριτική ήταν η Αγγλίδα συγγραφέας Virginia Woolf, και κυρίως το έργο της A Room of One’s Own (1929), το οποίο ήταν το πρώτο που αποτύπωσε μια γυναικεία λογοτεχνική παράδοση. Η Αμερικανίδα κριτικός Elaine Showalter στο έργο της Toward a Feminist Poetics, δημιούργησε τον όρο γυνοκριτική [gynocriticism] και παρουσίασε την εξέλιξη της γυναικείας λογοτεχνίας από τη βικτωριανή περίοδο μέχρι τη σύγχρονη εποχή, χωρίζοντας την σε τρεις περιόδους – τη θηλυκή [feminine] περίοδο , που αρχίζει το 1840 και φτάνει ως το 1880, τη φεμινιστική [feminist], από το 1880 μέχρι την απόκτηση ψήφου για τις γυναίκες το 1920, και τέλος τη γυναικεία [female], από το 1920 και έπειτα. Η Showalter όμως κατηγορήθηκε για ουσιοκρατία [essentialism] καθώς άλλες κριτικοί, όπως η Φιλανδή Toril Moi, θεωρούν ότι η γυνοκριτική περιορίζεται στη λογοτεχνία των λευκών γυναικών της αστικής τάξης αποκλείοντας γυναίκες διαφορετικών εθνοτήτων και φυλών, ενώ η Alice Jardine στο βιβλίο της Gynesis: Configurations of Woman and Modernity (1985) αντιπροτείνει τον όρο γύνεση [gynesis], που επικεντρώνεται στη γυναίκα όχι ως συγγραφέα ή χαρακτήρα αλλά ως «συγγραφικό αποτέλεσμα». Γενικά, ο αγγλο-αμερικανικός φεμινισμός θεωρήθηκε ότι πρόβαλε μια μονολιθική γυναικεία εμπειρία και ιστορία.

Αντίθετα, ο γαλλικός φεμινισμός [French feminism], που ξεκίνησε από τη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέσα από το έργο Γαλλίδων κριτικών, όπως οι Julia Kristeva, Helene Cixous και Luce Irigaray, ανέλυσε το ρόλο του φύλου στη λογοτεχνία στηριζόμενος στο μεταδομισμό και τη ψυχανάλυση, ειδικά στο έργο του Γάλλου ψυχαναλυτή Jacques Lacan. Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός είχε ήδη φέρει μια μεγάλη αλλαγή στο φεμινιστικό κίνημα, δίνοντας έμφαση στη διαφορά αντί για την ισότητα. Η παραδοχή ότι οι γυναίκες διαφέρουν από τους άντρες και ότι αυτό είναι θετικό και όχι αρνητικό για να σταματήσουν την υποταγή τους οδήγησε το φεμινισμό στη μελέτη της ψυχανάλυσης με στόχο την εξερεύνηση αυτώντων διαφορών. Στα τέλη του 1970, οι Αμερικανίδες φεμινίστριες Dorothy Dinnerstein και Nancy Chodorow αρνήθηκαν τη θεωρία του Sigmund Freud ότι οι διαφορές ανδρών και γυναικών οφείλονται στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα [Oedipal complex] και στην αδυναμία των γυναικών να το επιλύσουν, υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες διαφέρουν από τους άνδρες επειδή ανατράφηκαν από τις μητέρες τους σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο γυναικείο πρότυπο.

Για τις Γαλλίδες φεμινίστριες όμως η φροϋδική ψυχανάλυση, ιδιαίτερη η μεταδομιστική θεώρησή της από το Lacan απέβη ιδιαίτερα χρήσιμη. Ο γαλλικός φεμινισμός επηρεάστηκε εξίσου από τη λακανική ψυχανάλυση και από τη φιλοσοφική σκέψη του Γάλλου φιλοσόφου Jacques Derrida. Ο Derrida χρησιμοποιεί το νεολογισμό διαφωρά (différance) [differance] ομόηχη με τη λέξη διαφορά (différence) για να υπονομεύσει τον λογοκεντρισμό [logocentrism] του δυτικού κόσμου, τονίζοντας ότι η γλώσσα λειτουργεί μέσα από δίπολες αντιθέσεις [binary oppositions] (π.χ. σημαίνον/σημαινόμενο [signifier/signified], παρουσία/απουσία, φύση/πολιτισμός, ομιλία/γραφή) Η διαφωρά που διέπει ολόκληρο το σύστημα της γλώσσας εμποδίζει την απόλυτη αλήθεια, αφού το σημαινόμενο δεν είναι ποτέ παρόν• πάντα καθυστερεί στη γραφή, αφού η γραφή παράγει νόημα σε έναν απεριόριστο αριθμό περικειμένων που μπορεί να υπάρξει στο μέλλον. Σε αυτά τα πλαίσια, η Γαλλίδα κριτικός Hélène Cixous εισάγει στα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέσα από τα δοκίμια “La rire de la Méduse” και “La Jeune Née” τον όρο γυναικεία γραφή [écriture feminine] για να εκφράσει την έμφυλη διάσταση της συγγραφής και του λογοτεχνικού κειμένου. Εφόσον ο λόγος είναι φαλλογοκεντρικός [phallogocentric], η Cixous πιστεύει ότι για να ανατρέψουν οι γυναίκες τον φαλλοκεντρισμό [phallocentrism] πρέπει να βρουν το δικό τους χώρο στη γλώσσα. Ο γαλλικός φεμινισμός ασχολείται με τη σχέση μεταξύ βιολογικού [sex] και κοινωνικού [gender] φύλου και δίνει έμφαση στο σώμα [body], στην γυναικεία επιθυμία [desire] και στην ηδονή [jouissance] μέσα από έναν πρωτοποριακό τρόπο γραφής που προβάλλει το αυτοβιογραφικό στοιχείο [autobiography]. Ακόμα ανακαλύπτει τη φωνή του σώματος μέσα στο κείμενο (η ηδονή είναι σεξουαλική [sexual] και κειμενική [textual] απόλαυση) και αναδιατυπώνει τη σχέση του με το υποκείμενο [subject]. Πέρα από μια απλή ανάγνωση του Lacan, ο γαλλικός φεμινισμός επικεντρώνεται στην προ-Οιδιπόδεια κατάσταση [pre-Oedipal stage] και αναλύει τις δομές που αποτελούν τη συμβολική τάξη [symbolic order]. Ενώ οι Cixous και Irigaray σε απάντηση στο φαλλογοκεντρισμό και την ουσιοκρατία αντιπροτείνουν την γυναικεία γραφή, η Kristeva ορίζει ένα χώρο πέρα από τον λόγο του ομιλούντος υποκειμένου που εμφανίζεται στην ποίηση και πηγάζει από το πρώτο στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του ατόμου, τη χώρα [chora]. Ονομάζει αυτή την προγλωσσική και προ-οιδιπόδεια διεργασία σημασιοδότησης σημειωτική [semiotic] γιατί βρίσκεται στη σωματική εμπειρία του βρέφος του σημειωτικού σταδίου, η οποία απωθείται όταν το άτομο εισέλθει στο συμβολικό και αποκτήσει συνείδηση του εαυτού (το στάδιο του καθρέφτη [mirror stage]) αλλά δεν παύει να παραμένει ενεργή.

Στις παραπάνω θεωρίες ασκήθηκε κριτική από τη φεμινιστική λογοτεχνική κριτική των μαύρων γυναικών [black feminist literary criticism], τον υλιστικό φεμινισμό [materialist feminism], αλλά και γενικότερα από το φεμινισμό του τρίτου κύματος [third wave feminism] που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1990 με σκοπό να αμφισβητήσει τις αντιλήψεις του δευτέρου κύματος για το γυναικείο φύλο, κατηγορώντας τον ότι ασχολήθηκε με τις λευκές ετεροφυλόφιλες γυναίκες της αστικής τάξης. Ο φεμινισμός του τρίτου κύματος επηρεασμένος από τη μετα-αποικιοκρατική θεωρία και τη μεταδομιστική ερμηνεία του φύλου αποδομεί το σημαίνον «γυναίκα» και διατείνεται ότι οι δυτικές μορφές του φεμινισμού βλέπουν τη γυναικεία εμπειρία ως οικουμενική. Θεωρεί ότι καθώς η αποικιοκρατία [colonialism] ταυτίζεται με τον μισογυνισμό [misogyny], την πατριαρχία και τον φαλλογοκεντρισμό, οι γυναίκες στις αποικίες αλλά και στις μετα-αποικιοκρατικές κοινωνίες υφίστανται αυτό το οποίο ονομάζουμε διπλή αποικιοκράτηση [double colonization], καταπιέζονται δηλαδή όχι μόνο ως αποικιοκρατούμενες (φυλετική, ταξική και εθνική καταπίεση) αλλά και ως γυναίκες. Η Ινδή κριτικός Chandra Talpade Mohanty κατηγόρησε τον δυτικό φεμινιστικό λόγο ότι αντιλαμβάνεται τη γυναίκα του λεγόμενου Τρίτου κόσμου ως «ένα ενιαίο και μονολιθικό υποκείμενο» (1988) και αβοήθητο θύμα της πατριαρχίας χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές και πολλαπλές εμπειρίες των γυναικών αυτών ή την ύπαρξη φεμινισμών στις χώρες αυτές. Σήμερα η φεμινιστική θεωρία απαιτεί σύνθετη σκέψη και συχνά αφηρημένες έννοιες, προσπαθώντας συγχρόνως να παραμείνει χρήσιμη για την καθημερινή ζωή των γυναικών σε όλο τον κόσμο και να αναπτύξει στρατηγικές για ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές. Η διάκριση μεταξύ πανεπιστημιακού και ακτιβιστικού φεμινισμού [academic feminism vs. activist feminism]είναι απλουστευτική μια και η θεωρία είναι πολιτική, αν και ορισμένες φεμινίστριες ανησυχούν ότι η θεσμική νομιμοποίηση του σπουδών του φύλου αποδυναμώνει την ανατρεπτικότητα του φεμινιστικού λόγου. Η φεμινιστική θεωρία και η κριτική της λογοτεχνίας μέσα από την οπτική του φύλου αναγνωρίζει τις φυλετικές, εθνοτικές, κοινωνικές, σεξουαλικές και θρησκευτικές διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες προσπαθώντας ταυτόχρονα να βρει έναν κοινό τόπο πέρα από μια ομοιογενή έννοια της «γυναίκας». Με αυτόν τον τρόπο η φεμινιστική θεωρία βρίσκεται πάντα στην πρωτοπορία. Νέες κατευθύνσεις περιλαμβάνουν το νομαδισμό [nomadism] που εισάγει η Ιταλίδα φιλόσοφος Rosi Braidotti (1993) για να περιγράψει τη γυναίκα ως άπατρι και φυγά, γεγονός που της επιτρέπει να ξεπεράσει τον φαλλοκεντρισμό και να αναζητήσει μια «νέα γυναικεία φεμινιστική ταυτότητα», κατανοώντας βέβαια τις διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες και την υβριδική φιγούρα του σάιμποργκ [cyborg] της Αμερικανίδας Donna Haraway (1991), ένα πλάσμα ανάμεσα σε μηχανή και οργανισμό που αντιπροσωπεύει μια απόδραση από τα δίπολα της επιστημολογίας που έχουν περιορίσει τις γυναίκες σε μια έμφυλη «φύση», ενώ νέες τάσεις συνεχίζουν να αναπτύσσονται στα πλαίσια του μετα-ανθρωπισμού [posthumanism], του οικολογικού κινήματος, κ.α. Ο κυβερνοφεμινισμος [cyberfeminism] στοχεύει στην ανατροπή των πατριαρχικών εικόνων του Διαδικτύου και στη διαμόρφωση μιας διαδικτυακής φεμινιστικής πολιτικής ενώ ο οικοφεμινισμός [ecofeminism] εστιάζει στο συνεκτικό δεσμό μεταξύ της καταπίεσης της γυναίκας και αυτής της φύσης.

Στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα ένα ακόμη σημαντικό κίνημα που αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αναγνώσεις της λογοτεχνίας δίνοντας έμφαση στο φύλο και ιδιαίτερα στη σεξουαλικότητα είναι η queer θεωρία. Συνυφασμένη με τη φεμινιστική θεωρία, η queer θεωρία συνδέει το κοινωνικό φύλο με τη σεξουαλικότητα και εξετάζει πως αυτή διαμορφώνει την πολιτική της ταυτότητας [identity politics] (Hall 2006:102). Ο όρος “queer”, που από μειωτικός έγινε πολιτικός όρος από τους ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και των ατόμων με AIDS στα τέλη του 1980, επιχειρεί να γεφυρώσει διάφορες τάσεις στην ευρύτερη θεωρία του φύλου, εφόσον γκέι και λεσβίες μοιράζονται μια κοινή ιστορία καταπίεσης και υποτίμησης και οι πολιτικές επιδιώξεις τους συμπίπτουν, υποδηλώνοντας μια στρατηγική αντίθεσης και αντίστασης στην ηγεμονία [hegemony] της ετεροκανονικότητας [heteronormativity]. Εκτός από τη φεμινιστική θεωρία, οι κριτικοί αυτής της θεωρίας βασίστηκαν στην ανάλυση της ιστορίας της σεξουαλικότητας από τον Γάλλο στοχαστή Michel Foucault, ο οποίος υποστήριξε ότι με την ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών τον 19ο αιώνα ο ομοφυλόφιλος έγινε ένα ξεχωριστό είδος [species] (1984: Ι, 43). Η queer θεωρία ανατρέπει αυτές τις δήθεν επιστημονικές κατηγοριοποιήσεις της σεξουαλικής συμπεριφοράς και τις νομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διακρίσεις που απορρέουν από αυτές και αποδομεί το δίπολο ετεροφυλόφιλος/ομοφυλόφιλος με τον ίδιο τρόπο που ο μεταδομιστικός φεμινισμός αποδομεί το δίπολο άνδρας/γυναίκα.

Μέσα από τις αναγνώσεις κειμένων καταδεικνύεται ότι η ομοφυλοφιλία [homosexuality] και ως εκ τούτου και η ετεροφυλοφιλία και η αμφιφυλοφιλία αποτελούν κοινωνικά προϊόντα και η ανάπτυξη μιας διακριτής ομοφυλοφιλικής (λεσβιακής ή γκέι) ταυτότητας καθορίζεται μέσα από τις ιδεολογικές συνθήκες μιας συγκεκριμένης εποχής. Βασικός στόχος της θεωρίας είναι ακόμη να εντοπιστούν και να αναδειχθούν τα έργα μη ετεροφυλόφιλων συγγραφέων, ενώ κριτικοί όπως η Eve Sedgwick στο πρωτοπόρο έργο της Between Men: English Literature and Male Homosocial Desire (1985) ανέδειξε μέσα από τη λογοτεχνική ανάλυση πως οι πατριαρχικές δομές της ανδρικής φιλίας, την οποία ονομάζει ομοκοινωνική τάξη [homosocial order], εξαρτώνται από την βίαια καταπίεση της ομοφυλοφιλίας Μια από τις πιο σημαντικές φωνές στην queer θεωρία είναι η Judith Butler, η οποία αν και ξεκινά από τις απόψεις του Lacan και των γαλλικού φεμινισμού ότι η γλώσσα είναι πατριαρχική, καταλήγει ότι καθοριστικό ρόλο στον ορισμό του φύλου δεν έχει η γλώσσα αλλά οι κοινωνικές και πολιτισμικές παράμετροι. Η επιτέλεση [performance] του βιολογικού και κοινωνικού φύλου και της σεξουαλικότητας δεν είναι επιλογή του υποκειμένου, αλλά καθορισμένη από τους «κανονιστικούς λόγους» (regulative discourses, όρος του Foucault στο Discipline and Punish, 1975) που υπαγορεύονται από τα καθιερωμένα κριτήρια της ετεροκανονικότητας. Στο Gender trouble: Feminism and the Subversion of Identity (1990), η Butler εισάγει την έννοια της επιτελεστικότητας [performativity] του έμφυλου σώματος υποστηρίζοντας ότι το φύλο δεν εγγράφεται παθητικά πάνω στο σώμα αλλά επιτελείται καθημερινά σε μια διαδικασία πίεσης και αντίστασης. Επομένως η ομοφυλοφιλία και ο λεσβιασμός [lesbianism] δεν είναι μια συγκεκριμένες ταυτότητες που οδηγούν σε ένα κανονιστικό μοντέλο δράσης, αλλά το αντίθετο. Θέτοντας σε αμφισβήτηση τη σταθερότητα της έμφυλης ταυτότητας, η Butler θεωρεί την ομοφυλοφιλία παρωδία της ετεροφυλοφιλίας και σεξουαλική στρατηγική ή ακόμη και «μεταμφίεση» που διατηρεί ή ανατρέπει την ετεροφυλοφιλία, προκαλώντας αναταραχή ή αναστάτωση [trouble]. Μέρος των λεσβιακών και γκέι σπουδών είναι ακόμη οι διαφυλικές σπουδές [transgender studies] που εξετάζουν κάθε είδους παρέκκλιση (όπως ο τρανσβεστισμός) από το κανονιστικό πρότυπο του βιολογικού φύλου, της έμφυλης ταυτότητας και της σεξουαλικής επιθυμίας. Για κριτικούς όπως η Judith Halberstam (1998) η διαφυλική θεωρία εμπλουτίζει την queer θεωρία καθώς η επιτελεστική παρέκκλιση από τη φυσικοποιημένη έμφυλη ταυτότητα δίνει τη δυνατότητα για ριζικές κοινωνικές αλλαγές.

Η μελέτη του φύλου στη λογοτεχνία σήμερα αναδεικνύει την ανάγκη για κριτική σκέψη πάνω στις παγιωμένες αντιλήψεις για την έμφυλη ταυτότητα και την σεξουαλικότητα. Η ποικιλόμορφη παγκόσμια κουλτούρα, η παγκοσμιοποίηση, η εξάπλωση των νέων μέσων μαζικής ενημέρωσης και των νέων τεχνολογιών αποτελούν καινούργιες προκλήσεις αλλά και μεγάλες ευκαιρίες για δημιουργική έρευνα και εργασία.
Πηγή :http://www.thefylis.uoa.gr/fylopedia/index.php


Posted by Stratilio in Ιστορία


της Αμαλίας Ηλιάδη
Πολλά και διάφορα έχουν γραφτεί για τις γυναίκες στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, άλλα από τα οποία εκθειάζουν το γυναικείο φύλο και άλλα που μιλούν με τρόπο ταπεινωτικό και ανεπίτρεπτο. Γράφτηκαν ύμνοι συγκινητικοί αλλά και βλάσφημοι.
«Ω Δία, γιατί στου ήλιου
το φως να φέρει τις γυναίκες
τις δολερές τα πλάσματα
των ανδρών τον όλεθρο; (…)
να χαθείτε, ποτές δε θα
χορτάσω να σας μισώ γυναίκες…..
γιατί οι γυναίκες είναι πάντα
κακές. (…)
Κι αν κρεμαστεί των γυναικών
η φάρα ολάκερη… εγώ
τη γνώμη δεν αλλάζω».
(Ευριπίδης, Ιππόλυτος)
Υπήρξαν περίοδοι δόξας, όμως και φαινόμενα καταπίεσης και εκμετάλλευσης.
Είναι αλήθεια ότι καθώς οι πολιτισμοί διαφέρουν μεταξύ τους, διαφέρουν και οι ρόλοι που αναθέτουν στο ένα ή στο άλλο φύλο, και οι διάφορες εργασίες, κάποιες από τις οποίες σε μια κοινωνία μπορεί να θεωρούνται αντρικές ενώ σε άλλη γυναικείες. Η μόνη σταθερά για τον καθορισμό αυτών των ρόλων είναι το γεγονός ότι οι γυναίκες, απασχολημένες κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους με τη γέννηση και ανατροφή των παιδιών, ήταν υποχρεωμένες να μένουν κοντά στο χώρο της κατοικίας τους και, συνεπώς, αναλαμβάνουν τα καθήκοντα που μπορούσαν να εκτελέσουν χωρίς να εγκαταλείπουν την κύρια αποστολή τους.
Η θέση του γυναικείου φύλου αποτέλεσε σημείο αντιλεγόμενο καθώς οι διάφοροι συγγραφείς έγραψαν επηρεασμένοι από ιδεολογικά ρεύματα, παρουσιάζοντας συχνά όχι την αληθινή εικόνα αλλά εκείνο που εξυπηρετούσε τους σκοπούς που καθένας από αυτούς υπηρετούσε.
«Είσαι γυναίκα δούλος;
(…) όσο εγώ θα ζω, γυναίκα δε
θα διαφεντεύει. (…)
Άνδρας θα είμαι εγώ,
Αν αυτή ατιμώρητα
Κλωτσάει την ισχύ μου».
(Σοφοκλής, Αντιγόνη)
Κάτω από την επίδραση της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, για παράδειγμα, υποστηρίχτηκε ότι το αρχικό καθεστώς στην αυγή της ανθρωπότητας ήταν η μητριαρχία.
Με τον τρόπο αυτό θέλησαν να ανατρέψουν εκ βάθρων και ν’ αποδείξουν αναξιόπιστη την ιστορία της Βίβλου.
Γρήγορα όμως η ιδέα αυτή απορρίφθηκε από τους σύγχρονους ανθρωπολόγους ως στερούμενη παντελώς αποδείξεων. Ακόμη και γυναίκες συγγραφείς δεν ξέφυγαν τον πειρασμό, επειδή κι εκείνες από το μέρος τους, τις περισσότερες φορές έγραψαν στρατευμένες κάτω από διάφορες τάσεις της κοινωνίας, της πολιτικής ή της θρησκείας. Κλασικό παράδειγμα αυτής της μονομερούς πληροφόρησης αποτελεί η άποψη που μέχρι πρόσφατα επικρατούσε, για τη θέση της γυναίκας στην αρχαιότητα. Επηρεασμένοι κυρίως από την εικόνα της ζωής στην Αθήνα της κλασικής περιόδου, οι περισσότεροι συγγραφείς γενίκευαν τα πράγματα και μιλούσαν για μια κατάσταση περίπου τραγική, όπου οι γυναίκες ήταν φυλακισμένες στα απομονωμένα γυναικεία διαμερίσματα των οικιών, ενώ οι άνδρες περνούσαν τον καιρό τους αργόσχολοι, στην Αγορά, τα γυμναστήρια και τα λουτρά.
Όμως ήδη στην αρχαία Βαβυλώνα και στην Αίγυπτο οι γυναίκες είχαν σημαντική ανεξαρτησία και υψηλή θέση στην κοινωνία. Ο κώδικας Νόμων του Χαμουραμπί (1795-1750 π.Χ.) για παράδειγμα, βαβυλωνιακό γραπτό μνημείο που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα, περιέχει πάμπολλες προβλέψεις σχετικά με τις γυναίκες, το γάμο, την περιουσία τους, την ανατροφή και επιμέλεια των παιδιών, το διαζύγιο κλπ. που δείχνουν ότι ακόμη και σε εκείνη την τόσο πρώιμη εποχή, και κάτω από ειδωλολατρικό καθεστώς, υπήρχε προστασία από κακομεταχείριση, εκμετάλλευση και άλλες καταχρήσεις. Οι γυναίκες μπορούσαν να ασκούν εμπόριο για λογαριασμό τους και να προσφέρουν υπηρεσίες ως δικαστές, προεστοί, μάρτυρες σε δικαστήρια και γραφείς. Στην Αίγυπτο τα πράγματα ήταν ακόμη καλύτερα και οι γυναίκες έγιναν συχνά άρχοντες του κράτους. Σε αρκετές περιπτώσεις, λοιπόν, τη θέση και τα δικαιώματα της αρχαίας γυναίκας θα τα ζήλευαν πολλές κοινωνίες του ευρωπαϊκού μεσαίωνα.
Κανείς δε μπορεί να λησμονήσει ότι στην Ιστορία αναφέρονται σημαντικές γυναικείες μορφές, όπως η Φαραώ Χατσεπσούτ (18η δυναστεία), η Βαβυλώνια Σεμίραμις, η Ελληνίδα Κλυταιμνήστρα, η Ιουδαία Εσθήρ, η Κλεοπάτρα στην Αίγυπτο και πολλές άλλες, που όχι μόνο ανέβηκαν στα ύψιστα αξιώματα της εποχής τους, αλλά και έπαιξαν κύριο ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας των τόπων και των λαών τους.
Στα Ομηρικά Έπη, στη Μινωϊκή και στη Μυκηναϊκή εποχή, οι γυναίκες είναι σε πολύ καλή μοίρα. Αγαπούν την οικογένειά τους, συζητούν ελεύθερα μαζί με τους άνδρες, επικρατεί η μονογαμία, ο γάμος είναι ιερός και αδιάλυτος, η γυναίκα μπορεί να διαλέξει τον άνδρα της, οι συζυγικές σχέσεις βασίζονται σε αμοιβαία αγάπη και εκτίμηση και οι τρόποι συμπεριφοράς των συζύγων παρουσιάζονται απλοί, ευγενικοί και εγκάρδιοι. Η πολυτεκνία θεωρείται μεγάλο αγαθό και ευτυχία, ενώ η ατεκνία μεγάλη συμφορά και εκδήλωση θεϊκής τιμωρίας.
Το ίδιο στην αρχαία Σπάρτη οι γυναίκες ήταν σχεδόν ίσες με τους άνδρες, συγχρωτίζονταν ελεύθερα στη δημόσιο βίο και στους αθλητικούς αγώνες, παντρεύονταν τον άνδρα που θα αγαπούσαν, και είχαν γνώμη στα πολιτικά και δημόσια πράγματα. Είναι άραγε τυχαίο ότι ήταν οι Σπαρτιάτισσες που έλεγαν στους άνδρες τους το γνωστό «Η τάν ή επί τας;»
Αλλά η σύγχρονη αντίληψη για τη θέση της γυναίκας στην αρχαιότητα στηρίχτηκε περισσότερο στο καθεστώς της κλασικής Αθήνας, που οπωσδήποτε ήταν δυσμενέστερο για τη γυναίκα, αφού πολλά από τα ήθη είχαν διαφθαρεί, ιδιαίτερα μάλιστα σε ό,τι αφορούσε την ανώτερη κοινωνική τάξη.
Έχοντας λοιπόν, την Αρχαία Αθήνα ως υπόδειγμα, ως φαίνεται ήταν δύσκολο σε πολλούς να πιστέψουν πως τα πράγματα μπορούσαν να είναι καλύτερα σε άλλες κοινωνίες, και μάλιστα παλιότερες από αυτήν.
Σήμερα ωστόσο πολλά έχουν αναθεωρηθεί από τους επιστήμονες και η αντίληψή τους είναι πλέον εντελώς διαφορετική, καθώς οι έρευνες ανατρέπουν συνεχώς την προηγούμενη άποψη ως εντελώς εξωπραγματική.
Όπως γράφει η Ιστορικός M. Katzτίποτα δεν είναι περισσότερο ανακριβές από την ιδέα της φυλακισμένης γυναίκας στην Αρχαία Ελλάδα. Αν και πολλές φιλολογικές πηγές προβάλλουν την αντίληψη ότι η Αθηναία γυναίκα ήταν λίγο παραπάνω από τους δούλους.
«Η γυναίκα θα πρέπει να
δουλεύει περισσότερο από το γαϊδούρι,
γιατί το γαϊδούρι τρώει τ’ άχυρα
και η γυναίκα το στάρι».
(Καυκασιανή παροιμία).
Οι έρευνες έχουν δείξει ότι ως έργα ανδρών (όπως είναι σχεδόν όλες οι γραπτές αρχαίες πηγές) παρουσιάζουν μάλλον την ανδρική άποψη και όχι απαραίτητα την αλήθεια.
Το να δημιουργούμε θεωρίες για τη ζωή της αρχαίας εποχής, στηριγμένοι μόνο σε φιλολογικές πηγές, λέει η Katz, μοιάζει σαν οι μελλοντικοί ιστορικοί να προσπαθούσαν να περιγράψουν τη ζωή της σημερινής νοικοκυράς με βάση την εικόνα που δίνουν τα διάφορα πορνοπεριοδικά ή οι κωμωδίες, κι αυτό δεν θα ήταν σωστό.
Το βιβλίο «The Cambridge Illustrated History of Ancient Greece» εξηγεί ότι η αρχαία ελληνική πόλη συχνά χαρακτηρίζεται σαν μια «αντρική λέσχη», επειδή οι γυναίκες δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα (…). Αυτή όμως η εικόνα δεν είναι εντελώς ακριβής. Αρχικά οι άνδρες που δεν είχαν το δικαίωμα του πολίτη ήταν μια ελάχιστη μειοψηφία του πληθυσμού σε %C


Από το ρόλο της αναγνώστριας στο ρόλο της συγγραφέως
Της Πέρσας Κουμούτση
Οι γυναίκες έχουν ανακηρυχθεί σε …πρωταθλήτριες στην ανάγνωση της λογοτεχνίας, σύμφωνα με τις σύγχρονες στατιστικές. Εξ ίσου σημαντικός όμως εξελίσσεται και ο ρόλος τους στη συγγραφή της λογοτεχνίας. Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός γυναικών έχουν περάσει από το ρόλο της αναγνώστριας, στο ρόλο της συγγραφέως, δημιουργώντας το δικό τους, γυναικείο κατά κανόνα, αλλά ιδιαίτερα πιστό κοινό. Που περιμένει τα βιβλία τους και τα διαβάζει. Πώς έγινε αυτή η μεταβολή; Πώς η γυναίκα, από «αδύναμη» ηρωίδα στα έργα της ανδροκρατούμενης λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, βρέθηκε να είναι πρωταγωνίστρια και δημιουργός της λογοτεχνίας στη σύγχρονη εποχή; Το ενδιαφέρον κείμενο της συγγραφέως και μεταφράστριας Πέρσας Κουμούτση που ακολουθεί, φωτίζει πλευρές από την πορεία αυτής της αλλαγής, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Η γυναίκα στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα
H λογοτεχνία αντανακλά την κοινωνία και την εποχή κατά τη οποία γράφεται. Τον 19ο αιώνα έως τις απαρχές του 20ου η λογοτεχνία όπως κάθε άλλη πολιτιστική και πολιτική έκφανση είναι ανδρική υπόθεση. Έτσι ο ρόλος της γυναίκας σε αυτή, δε θα μπορούσε παρά να είναι υποδεέστερης σημασίας ή επικουρικός στην καλύτερη περίπτωση. Η λογοτεχνία βρίθει από γυναικείους χαρακτήρες που είναι ανίκανες να αναπτύξουν πρωτοβουλίες πέρα εκείνων του σπιτιού και της οικογένειας, αφού το μόνο που τους επιτρέπεται είναι να κοιτούν τον κόσμο να τους προσπερνά, αλλά όχι να συμμετέχουν ενεργά σε αυτόν. Γυναίκες που τρελάθηκαν, ή πλήρωσαν αδρά το τίμημα του λάθους τους να ενδώσουν στο αμάρτημα του έρωτα, της ίδια της ζωής. Σε αντιπαράθεση όλων αυτών, εξαίρεση και αχτίδα φωτός αποτελεί ο Παπαδιαμάντης με τα γνωστά πεζογραφήματα του στα οποία πρωταγωνιστούν οι γυναίκες διαφορετικές που προκαλούν με την αντισυμβατική και προκλητική για τα ήθη της εποχής συμπεριφορά τους.
20ος αιώνας: Πολιτικά δικαιώματα και αναλφαβητισμός
Το ίδιο εξακολουθεί να συμβαίνει και στις αρχές του 20 αιώνα. και παρότι η ισότητα των φύλων τυπικά αναγνωρίζεται ενώπιον του νόμου λίγο πριν το ’30 ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την αναγνώριση των πολιτικών δικαιωμάτων στο γυναικείο πληθυσμό, η γυναίκα κάθε άλλο από ισότιμη του άντρα είναι τελικά. Oι γυναίκες, στην πλειοψηφία τους, εξακολουθούν να είναι αναλφάβητες, ενώ οι συγγραφείς, παιδιά της εποχής τους, απηχούν τις αντιλήψεις της.
Γυναικεία λογοτεχνία στο Μεσοπόλεμο
Στη μεσοπολεμική λογοτεχνία ωστόσο, το τοπίο αρχίζει να αλλάζει. Οι γυναίκες συνεχίζουν να διεκδικούν το δικαίωμα στην αυτεξουσιότητας τους και η παρουσίας της γυναίκας στην πολιτιστική κίνηση της χώρας και ειδικότερα στην λογοτεχνία γίνεται αισθητή και ανθίζει χρόνο με το χρόνο. Οι επίμονες προσπάθειες του γυναικείου κινήματος στα τέλη της δεκαετίας του 30 και το 40 συμβάλλουν τα μέγιστα σε αυτό, όπως επίσης και η λογοτεχνία των Ελληνίδων συγγραφέων της διασποράς. Οι γυναίκες του προσφυγικού πληθυσμού άλλωστε έχουν ήδη δημιουργήσει συλλόγους, εκδίδουν περιοδικά και ζητούν αδιαπραγμάτευτα την αναγνώριση του ρόλου των γυναικών στην κοινωνία, από τη δεκαετία του ’30. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου σημειώνεται η πρώτη «μαζική» εμφάνιση γυναικών συγγραφέων στην καθυστερημένη Ελλάδα και στα δύο κύρια είδη της λογοτεχνίας: την Ποίηση και το Μυθιστόρημα. Ανάμεσα στις πρωτοπόρες υπήρξαν η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η `Ελλη Αλεξίου, η Μέλπω Αξιώτη, η Διδώ Σωτηρίου στην Πεζογραφία και η Μαρία Πολυδούρη, η Μυρτιώτισσα, η Ζωή Καρέλλη στην Ποίηση.
Η Μεταπολεμική γυναικεία συγγραφική δημιουργία
Παρόλα αυτά η αθρόα παρουσία των γυναικών στη λογοτεχνική παραγωγή της Ελλάδας έρχεται μεταπολεμικά και πιο συγκεκριμένα από το 1950 και έπειτα, αφού τότε εμφανίζονται στα γράμματα δυο γενιές γυναικών, οι περισσότερες από τις οποίες εξακολουθούν να γράφουν και να δημοσιεύουν ως σήμερα. Αν προπολεμικά η γυναίκα που έγραφε λογοτεχνία, όπως και η γυναίκα ως θέμα, με τα ιδιαίτερα προβλήματά της, ήταν γνωστές μόνο σε ένα περιορισμένο κύκλο διανοουμένων, η κατάσταση αυτή άλλαξε στις μεταπολεμικές δεκαετίες. Ένας από τους βασικούς παράγοντες αυτής της αλλαγής ήταν ότι η γυναίκα ολοένα και περισσότερο συμμετείχε στην παραγωγή, και κατά συνέπεια απαιτούσε να διευρύνει τους ορίζοντές της. Εκτός από τις επιστήμες, η λογοτεχνία ήταν ένα από τα πιο προνομιακά πεδία άσκησης της γυναικείας εμπειρίας, της περιγραφής των νέων κοινωνικών ηθών, και της αποτύπωσης των ψυχικών αντιδράσεων της μεταπολεμικής γυναίκας. Τα προηγούμενα χρόνια η γυναίκα αναμίχθηκε ενεργά στην πολιτική, πέρασε δοκιμασίες, συμμετείχε στα κατοχικά ή στον εμφύλιο και διώχθηκε , -ας μη ξεχνάμε ότι πολλές γυναίκες έφυγαν και εγκαταστάθηκαν σε χώρες της δυτικής και της ανατολικής Ευρώπης, ενώ άλλες κλείστηκαν σε στρατόπεδα «πολιτικής ανανήψεως»- , όπως ακριβώς και οι άνδρες που ανήκαν στην αριστερά. Η ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου ήταν, λ.χ., έγκλειστη στο Τρίκερι, η συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Άλκη Ζέη έζησε στη Μόσχα, η καθηγήτρια φιλοσοφίας και πεζογράφος Μιμίκα Κρανάκη το 1945 έφυγε για τη Γαλλία, και άλλες πολλές αλλού. Βιώματα από αυτές τις περιπέτειες έχουν καταγραφεί σε πολλά βιβλία προσωπικών μαρτυριών, ποίησης και μυθιστορημάτων.
Η δεκαετία του ’60
Από το 1960 η λογοτεχνία των γυναικών στην Ελλάδα μπαίνει σε μια νέα φάση. Παλαιότερα ταμπού γλώσσα και καταστάσεις αλλάζουν, η παλιά θεματολογία υποσκελίζεται από νέες με σημαία εκείνη της σεξουαλικότητας της γυναίκας που γίνεται και η κύρια πηγή της δημιουργικής της έμπνευσης. Η γυναίκα υψώνει τη φωνή ενάντια στο κατεστημένο, ενάντια στην οικονομική καταπίεση, ακόμα και στο γάμο και όπως είναι πλέον παραπάνω από αισθητική, απαραίτητη, η συμμετοχή της στην παραγωγή, έχει ενεργό ανάμειξη στις αποφάσεις που παίρνονται σε όλες τις βαθμίδες και τις πτυχές της δημόσιας ζωής.
Από το ρόλο της αναγνώστριας στο ρόλο της συγγραφέως
Τ α παλιά γυναικεία πρότυπα, σιγά σιγά παύουν να υπάρχουν, γεννιούνται όμως καινούργια, αρκετά από τα οποία είναι όμως αρνητικά, κυρίως γιατί αλυσοδένουν τη σύγχρονη γυναίκα στην κοινωνία της κατανάλωσης. Αυτό που μπορούμε να πούμε ως προς τη λογοτεχνία είναι ότι αφ’ ενός η γυναίκα αντιμετωπίζεται κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα απολύτως ως ίση με τους άνδρες ομότεχνούς της, ενώ μετά το 1990, η σημαντική αύξηση του γυναικείου αναγνωστικού κοινού, επιβάλλει κατά κάποιο τρόπο στην αγορά και την ύπαρξη βιβλίων (κυρίως πεζογραφίας) που να ασχολούνται με ανάλογα θέματα. Κατ’ αυτό τον τρόπο γεννήθηκε μια ευρεία ομάδα αναγνωστριών, σε όλη την Ελλάδα, οι οποίες πολύ εύκολα περνούν από τη θέση του αναγνώστη στη θέση του συγγραφέα, θέλοντας κατά πρώτο λόγο να πουν τη δική τους ιστορία ζωής, να αποκαλύψουν τον δικό τους τρόπο να βλέπουν τον κόσμο.
Επιστροφή στο παλιό ρομαντικό βιβλίο
Σήμερα, η λογοτεχνία στην Ελλάδα θα έλεγα πως βρίσκεται σε σημείο καμπής. Υπάρχει μια τάση μεταστροφής στο παλιό, ρομαντικό βιβλίο, καθώς τα πάντα κατά τη άποψη της έχουν ειπωθεί. Η μεταστροφή αυτή δεν είναι σπασμωδική αλλά πιο στοχαστική, ενώ, σε πολλές περιπτώσεις, αν δεν ξέρεις το φύλο του συγγραφέα δεν μπορείς να το καταλάβεις από το γράψιμό του. Άλλωστε επειδή ακριβώς ορισμένα θέματα, όπως οι ερωτικές σχέσεις, είναι σε μεγαλύτερη ζήτηση, δεν είναι σπάνιο να ασχολούνται με αυτές και άνδρες. Αντίθετα λίγες είναι αυτές που ασχολούνται με το μεταναστευτικό ζήτημα, για παράδειγμα την οικονομική ύφεση και την παγκοσμιοποίηση, καθότι άλλα ‘εμπορικά’ θέματα τα υποσκελίζουν. Όμως αυτό δε συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, αλλά είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Επίσης αρκετές από τις νεαρές γυναίκες που γράφουν, θέλοντας να είναι αποκαλυπτικές, διαλέγουν τολμηρά θέματα, με τα οποία καταπιάνονται δύσκολα οι αντίστοιχης ηλικίας άντρες συγγραφείς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα βιβλία δεν διακρίνονται για τη δύναμη, την πρωτοτυπία, την ευαισθησία και τον ενδιαφέροντα χειρισμό της γλώσσας. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι η πλειοψηφία των πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων που βραβεύονται σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς είναι νεαρά κορίτσια!

Πηγή : http://persakoumoutsi.psichogios.gr/



Κάποιες στατιστικές, που αφορούσαν την πενταετία 2000-2004, δείχνουν για τους σύγχρονους Ελληνες πεζογράφους τις τάσεις ανά φύλο στην επιλογή των θεμάτων. Στα μυθιστορήματα γυναικών συγγραφέων κυριαρχεί η οικογενειακή, η ερωτική ζωή ή άλλες όψεις της ιδιωτικής ζωής, με ποσοστά μάλιστα που φτάνουν στο 68%. Ακολουθούν τα ιστορικά μυθιστορήματα με ποσοστό 16,4%, ενώ τα πολιτικά, επιστημονικά, αστυνομικά και λοιπά ήρθαν τρίτα με 15,5%.

Αντίθετα, οι άντρες συγγραφείς προτιμούν να γράφουν μυθιστορήματα με θέματα πολιτικά, επιστημονικά, αστυνομικά, περιπέτειας και τρόμου σε ποσοστό 39,5%. Ακολουθεί η οικογενειακή/ερωτική ζωή σε ποσοστό 35%, δηλαδή το μισό σχεδόν σε σύγκριση με τις γυναίκες συγγραφείς, ενώ τρίτα στην προτίμηση των αντρών συγγραφέων ήρθαν τα ιστορικά μυθιστορήματα με ποσοστό 25,5%. Από τότε δεν άλλαξε αυτή η βασική τάση.

Επιβεβαιώνουν οι αριθμοί μια παλαιά διαχωριστική γραμμή, που θέλει τις γυναίκες «εξειδικευμένες» στη σφαίρα των συναισθημάτων και τους άντρες στον τομέα της λογικής. Η τάση ασφαλώς υπάρχει, αλλά «εκ φύσεως» δεν είναι, όπως την ερμηνεύουν οι συντηρητικές απόψεις.

Χιλιάδες χρόνια αποκλεισμένες – εκτός από λίγες εξαιρέσεις – από τη δημόσια, την πολιτική, την επιστημονική ζωή, μακριά από τις «μεγάλες υποθέσεις», περιορισμένες κυρίως στην αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους και σε μύρια καθήκοντα μικρά, πρακτικά και καθημερινά, ήταν πολύ δύσκολο να αναπτύξουν «εγκεφαλικές» ικανότητες, όπως η αφαίρεση και η ανάπτυξη θεωρητικής σκέψης.

Και οι ταξικές διαφορές; Φυσικά, ιστορικά οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις ήταν στο σύνολό τους αποκλεισμένες από τους τομείς πολιτική, θεωρητική σκέψη, επιστήμη κλπ. Ο καπιταλισμός «έριξε» τη γυναίκα στην παραγωγική διαδικασία και αυτό ήταν ένα μεγάλο βήμα μπροστά, αν και μαρτυρικό, διότι σε συνθήκες ταξικής κοινωνίας αυτό σημαίνει μέχρι σήμερα πρόσθεση καθηκόντων (έστω πληρωμένων), συνήθως ένα «ξεζούμισμα», χωρίς απαλλαγή από τα προαναφερόμενα παραδοσιακά. Σ’ αυτές τις κοινωνίες, λοιπόν, κάτι άλλαξε, αλλά τίποτα ριζικά ούτε στην προαναφερόμενη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο συναισθηματικό και το εγκεφαλικό, που εξακολουθεί να υπάρχει σαν βασική άποψη και δεν έπαψε να καλλιεργείται. Πρέπει να τονιστεί ότι η διαχωριστική αυτή γραμμή δεν είναι – και δεν ήταν ποτέ – απόλυτη. Ομως, οι ανάγκες του περιορισμένου χώρου επιβάλλουν μια σχηματική προσέγγιση τάσεων. Χιλιάδες χρόνια καταμερισμού κοινωνικών ρόλων σε ταξική και φυλετική βάση έχουν αφήσει μια βαριά κληρονομιά σε νοοτροπίες, που σε πολλές περιπτώσεις μοιάζουν να είναι πια γονίδια. Η μεγάλη πλειοψηφία των (αντρών) στοχαστών στα παραδεδομένα στους μεταγενέστερους έργα τους παρουσιάζουν μια ιδιαίτερα απαξιωτική άποψη για το γυναικείο φύλο υποστηρίζοντας την εκ φύσεως (βιολογικά δεδομένα) κατωτερότητά του με «επιστημονικές» και μη «αποδείξεις».

Αυτό άρχισε να αλλάζει με την εμφάνιση της ιδέας του επιστημονικού σοσιαλισμού μέσα στους κόλπους της αναπτυσσόμενης καπιταλιστικής κοινωνίας, στην οποία – όπως είπαμε – έσπασε ένα ιστορικό φράγμα με την είσοδο των γυναικών στην παραγωγή και ήταν καταλύτης κραδασμών και στο κοινωνικό εποικοδόμημα. Εξαπολύθηκαν κύματα νέων απαιτήσεων και από τις γυναίκες των μεσαίων και ανώτερων τάξεων. Οι ίδιες συνθήκες γέννησαν το εργατικό και το γυναικείο κίνημα και μ’ αυτήν την έννοια ο καπιταλισμός αποτέλεσε μια ιστορικά αναγκαία προωθητική δύναμη.

Η βάση του προβλήματος και η ψυχοκοινωνική αντανάκλασή της

Οι γυναίκες των ανώτερων τάξεων πάλευαν για να έχουν τα δικαιώματα των αντρών της τάξης τους (πρόσβαση στη γνώση, στα πανεπιστήμια, στο δικαίωμα ψήφου κλπ.), οι εργάτριες χρειάστηκε να παλέψουν για την απελευθέρωση της ίδιας της τάξης τους. Θα σταθούμε στις πρώτες, γιατί μιλάμε για λογοτεχνία, η οποία ήταν, ούτως ή άλλως, ενασχόληση των μελών των ανώτερων τάξεων (εκτός από λίγες εξαιρέσεις), αφού δεν είχαν να λύσουν προβλήματα επιβίωσης και μόνο εκεί υπήρχε η πρόσβαση στα γράμματα. Το τεράστιο κύμα απαίτησης χειραφέτησης είχε να αντιμετωπίσει έντονες παλαιές απόψεις, οι οποίες έκαναν σφοδρή αντεπίθεση. Η απαξίωση σχετικά με τη φύση και το μυαλό της γυναίκας συνεχίστηκε εν πολλοίς, ακόμα και εντάθηκε από την πλειοψηφία των αντρών στοχαστών/διανοουμένων κόντρα στις καινούριες ιδέες, οι οποίες, όμως, βοηθήθηκαν από τις επιστημονικές ανακαλύψεις, που ανέτρεψαν τις χιλιάδων χρόνων εγκατεστημένες και καλλιεργημένες σιγουριές για την κατωτερότητα της γυναίκας. Ετσι και τα προϊόντα του μυαλού της απαξιώθηκαν και παραγνωρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό και οι ίδιες, όσες τόλμησαν να προσπαθήσουν να κατακτήσουν ανδροκρατούμενους τομείς στην πνευματική και επιστημονική ζωή, κατά κανόνα αποθαρρύνθηκαν, αντιμετωπίστηκαν συχνά με χλευασμό και σκεπτικισμό. Ωστόσο, η βαθιά ριζωμένη ιδέα, ότι ο άντρας είναι εγκεφαλικός και βαθύς και η γυναίκα συναισθηματική και επιπόλαια, έλαβε σοβαρά πλήγματα, χωρίς όμως έως σήμερα να έχει ξεριζωθεί τελείως. Το χειρότερο είναι ότι έχει κάποια βάση, αφού χιλιάδων χρόνων καλλιέργεια συνείδησης κατωτερότητας δεν μπορεί παρά να κάνει ζημιά και στον καπιταλισμό δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για το ουσιαστικό ξεπέρασμα των συνεπειών μιας κοινωνικά, οικονομικά και ψυχολογικά υποδεέστερης θέσης.

Κυρίως συναισθηματικό λοιπόν το γυναικείο γράψιμο, όπως δείχνουν τα στοιχεία, λιγότερα τα κοινωνικά θέματα και αν είναι κοινωνικά συνήθως περνάνε μέσα από προσωπικά βιώματα χωρίς αφαίρεση και γενίκευση, χωρίς εξύψωση σε πιο θεωρητικά επίπεδα. Τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης έδωσαν ένα πέταγμα των γυναικών συγγραφέων και ποιητριών στα κοινωνικά θέματα, μια απομάκρυνση από τα αυστηρά προσωπικά, που το υπαγόρευαν οι συνθήκες.

Μια λογοτεχνία της καρδιάς και της ψυχικής θεραπείας, ένα ψάξιμο στα εσώψυχά της, που υποκαθιστά την κοινωνική κριτική είναι το αποτέλεσμα του κλεισίματος (κυριολεκτικά και ψυχικά) των γυναικών στον προσωπικό ιδιωτικό χώρο της οικογένειας και των διαπροσωπικών σχέσεων, ακόμα και όταν εργάζονται, διότι η εργασία συνήθως είναι μια κουραστική οικονομική ανάγκη, που προστίθεται σε όλα τα άλλα.

Η εικόνα της γυναίκας στην αντρική λογοτεχνία θέλει μια ξεχωριστή ανάλυση. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η εικόνα αυτή είναι επιβεβαιωτική για τους παραδοσιακούς ρόλους, συμπεριφορές και νοοτροπίες. Παρόλο που η ίδια η πραγματικότητα έχει δώσει αρκετό υλικό για μια άλλη, μια ανατρεπτική προσέγγιση, λίγοι φαίνεται να είναι οι άντρες συγγραφείς που θέλουν (ή που έχουν την ικανότητα) να προσεγγίσουν πιο επαναστατικά στη συγγραφική τους λειτουργία το γυναικείο φύλο και να το παρουσιάσουν σαν αυθύπαρκτη κοινωνική οντότητα. Παρόλο που απεικονίζουν τις επικρατέστερες συμπεριφορές, η πραγματικότητα δίνει πολύ πιο ποικίλο υλικό και ακόμα μέσα από την επιβεβαίωση μιας πραγματικότητας μπορείς να περνάς μηνύματα αλλαγής, να εμφανίσεις μια άλλη προοπτική. Η βαθιά στην κοινωνική ψυχολογία φωλιασμένη πατροπαράδοτη συντηρητικότητα δεν είναι μόνο γυναικεία υπόθεση και χρειάζεται «αρετή και τόλμη» να περάσεις στο μέλλον και να διορθώσεις μέσα σου τον ψυχοκοινωνικό συντηρητισμό των παλαιών κοινωνιών.

Αννεκε Ιωαννάτου
Πηγή : http://www1.rizospastis.gr/




Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία της κ. Ν. Χατζή, στην εκδήλωση την π. Κυριακής με τίτλο «Οι γυναίκες της Καστοριάς αφηγούνται»,  που διοργάνωσε ο δήμος Καστοριάς με την ευκαιρία της παγκόσμιας ημέρας της γυναίκας.

H γυναίκα στη λογοτεχνία έχει παρουσιαστεί με πολλούς ρόλους. Η μελανότερη περιγραφή της αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, γιατί εξάλλου και η λογοτεχνία είναι ο καθρέφτης της πραγματικής ζωής. Μέσα από τη λογοτεχνία προβάλλεται η αναλφάβητη γυναίκα, η γυναίκα που γίνεται αν- τικείμενο σεξ και εμπορίας, η γυναίκα που κακοποιείται και βιάζεται, η γυναίκα που δεν έχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ζει και εργάζεται σε απαράδεκτες συνθήκες. Πολλές φορές η γυναίκα φαίνεται να έχει δευτερεύοντα ρόλο μέσα στην οικογένεια, να είναι αφελής, αυτάρεσκη, πονηρή, όπως την ήθελαν όλες οι στερεότυπες αντιλήψεις που κυριαρχούσαν στις παλαιότερες πατριαρχικές κοινωνίες.

Αλλά και οι θετικοί ρόλοι που της αποδόθηκαν είναι πολλοί και αφορούν κυρίως την ιδιοσυγκρασία της. Εμφανίζεται στα κείμενα ως το μυαλό της οικογένειας, ο ρυθμιστής όλων των προβλημάτων, ο έξυπνος και εύστροφος νους που δίνει λύσεις,η καλή φίλη,το φύλο που προκαλεί αγνή αγάπη αλλά και φλογερό πόθο.
Όμως από όλους τους ρόλους που καλείται η γυναίκα να ενσαρκώσει στο χώρο της λογοτεχνίας και επομένως και στην πραγματική ζωή προβάλλει κυρίαρχος αυτός της μητρότητας. Ο ρόλος αυτός δεν έχει απαξιωθεί από κανέναν στη λογοτεχνία. Από τα δημοτικά τραγούδια και γενικότερα τη λαϊκή παράδοση έχει υμνηθεί η γυναίκα μάνα. Αλλά και στη νεότερη λογοτεχνία αμέτρητοι καταξιωμένοι Έλληνες λογοτέχνες έχουν γράψει και περιγράψει με τον πιο τρυφερό τρόπο τη μητέρα τους. Ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Ηλίας Βενέζης, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γεράσιμος Μαρκοράς, ο Άγγελος Σικελιανός και πολλοί άλλοι έχουν αναφερθεί με λέξεις τριαντάφυλλα στη μητέρα τους…
…Οι περισσότεροι από τους ρόλους που αναφέρθηκαν δόθηκαν στη γυναίκα από άντρες λογοτέχνες οι οποίοι και κυριάρχησαν μέχρι το Μεσοπόλεμο.
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου όμως συμβαίνει κάτι πιο ουσιαστικό για τη γυναίκα στη λογοτεχνία. Οι κοινωνικοί φραγμοί και οι καταπιέσεις που νιώθει καταρρίπτονται σε σημαντικό βαθμό και έτσι αρχίζει να γράφει και η ίδια. Όχι ότι δεν προϋπήρχε η γυναικεία παρουσία στο χώρο της λογοτεχνίας, απλά τότε, οι γυναικείες φωνές άρχισαν να ακούγονται αθρόες. Πλήθος γυναικών προσπαθεί να περιγράψει αυτά που νιώθει και φαντάζεται…
…Οι δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν οι γυναίκες λογοτέχνες ήταν πολλές. Αφενός έπρεπε να αποδείξουν πως εκτός από μούσες μπορούσαν να είναι και εκείνες καλοί δημιουργοί αφετέρου έπρεπε να αποδείξουν ότι δεν ασχολούνται μόνο με ευτελή-απλοϊκά αναγνώσματα , ότι μπορούσαν να εκφράσουν και υψηλά νοήματα…
…Από τη δεκαετία του 1950 οι γυναίκες καταφέρνουν όχι απλά και μόνο να συγγράφουν αλλά και να κυριαρχήσουν στο χώρο της λογοτεχνίας, ξεπερνώντας κάθε δυσκολία. Δεν θα μπορούσε να ερευνηθεί, αν η γυναικεία λογοτεχνία είναι καλύτερη από την αντρική. Το σίγουρο είναι ότι με την είσοδο της γυναίκας στο χώρο της συγγραφής, η λογοτεχνία έγινε πλουσιότερη και η γυναίκα κατάφερε να εκφράσει μια ακόμα δημιουργική πλευρά του εαυτού της.


Το παραπάνω κείμενο είναι συρραφή αποσπασμάτων πανεπιστημιακής εργασίας της συγγραφέως με τίτλο «Η Γυναίκα στη Λογοτεχνία».
Πηγή : http://odos-kastoria.blogspot.com




Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1880
ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Mε τον όρο ηθογραφία εννοούμε γενικά την αναπαράσταση, περιγραφή και απόδοση των ηθών, των εθίμων, της ιδεολογίας και της ψυχοσύνθεσης ενός λαού, όπως αυτά διαμορφώνονται υπό την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.(12) Η αναπαράσταση αυτή, που επιχειρείται ειδικότερα στη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη γλυπτική, προϋποθέτει μια περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστική αντίληψη για την τέχνη, αφού στηρίζεται στην παρατήρηση και στοχεύει στην αντικειμενική απεικόνιση. Ειδικότερα, ως όρος της Ιστορίας της λογοτεχνίας η ηθογραφία δηλώνει την τάση της πεζογραφίας να αντλεί τα θέματά της από κοινωνίες της υπαίθρου κι από την κοινωνία και το περιβάλλον της αστικής γειτονιάς. Η τάση αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και επομένως εντάσσεται στο ρεύμα του ρεαλισμού και αργότερα του νατουραλισμού, χωρίς να λείπουν -από την ελληνική ιδίως ηθογραφία- τα λυρικά και ποιητικά στοιχεία.

Ωστόσο, στην ευρωπαϊκή πεζογραφία της εποχής αυτής η ηθογραφία δεν αποτέλεσε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος, καθώς φαίνεται απ’ την έλλειψη ακριβούς αντίστοιχου όρου στις βασικές ευρωπαϊκές γλώσσες, ή, αντίστροφα, κι από την ύπαρξη και εναλλακτική χρήση πολλών παρεμφερών όρων, όπως: αγροτικό, επαρχιακό μυθιστόρημα, λογοτεχνία της περιφέρειας, πεζογραφία με τοπικό χρώμα, μελέτη των ηθών (etude du moeurs, αλλά όχι μόνον των ηθών της επαρχίας) κ.ά. Εξαίρεση ίσως αποτελεί η περίπτωση της γερμανικής λογοτεχνίας, στην οποία έχει δημιουργηθεί και ο όρος «χωριάτικη ιστορία» (Dorfgeschichte). H αλήθεια είναι ότι με αφετηρία το κοινό, βέβαια, μα και πολύ εξωτερικό στοιχείο του σκηνικού, που τοποθετείται στον εξωαστικό χώρο, ομαδοποιήθηκαν έργα με πολλές, βαθιές και βασικές διαφορές στην πραγματικότητα μεταξύ τους. Γι’ αυτό και πρέπει να γίνει βασική διάκριση ανάμεσα στα έργα εκείνα του 19ου αιώνα που τοποθετούν τη δράση τους στην ύπαιθρο, αλλά εντάσσονται στην παράδοση του ρομαντισμού, την οποία και συνεχίζουν, και στα έργα που ανήκουν στο ρεαλισμό, ή, έστω, τον προετοιμάζουν.


Στα έργα της πρώτης κατηγορίας επιβιώνει, μπορεί να πει κανείς, κατά κάποιον τρόπο, η φιλοσοφία του Rousseau και, μέσα σε μια καλόβολη και ειδυλλιακά περιγραφόμενη φύση, εκτυλίσσονται απλές ερωτικές ιστορίες των ανθρώπων της υπαίθρου. Στο είδος αυτό ανήκει το έργο της George Sand, κυρίως από το 1840 κ.ε. Αντίθετα, τα έργα της δεύτερης κατηγορίας έχουν ως θεωρητική τους αφετηρία τα δύο ρεύματα του ρεαλισμού και του νατουραλισμού με τις γενικότερες προϋποθέσεις τους (θετικισμό στη φιλοσοφία, επιστημοκρατία, βιομηχανική ανάπτυξη και αστικοποίηση της ζωής, συνακόλουθη δημιουργία κοινωνικής ανισότητας) και τις συγκεκριμένες αρχές τους (παρατήρηση, αντικειμενικότητα, ανάλυση, τεκμηρίωση και ερμηνεία).(13) Έτσι, η ζωή και η κοινωνία της υπαίθρου δεν αποτελούν για τους συγγραφείς αυτούς χώρο που αναπολούν με ρομαντική νοσταλγία, ούτε και το χώρο όπου έχουν διασωθεί τα αυθεντικά ήθη και ο γνήσιος χαρακτήρας του λαού και του έθνους τους, αλλά απλώς μια πλευρά της σύγχρονής τους πραγματικότητας, την οποία αξίζει να μελετήσουν, όπως και όσο την αστική πλευρά, και την οποία πράγματι προσπαθούν να αποδώσουν και να ερμηνεύσουν με πιστότητα και αντικειμενικότητα, χωρίς διάθεση ή προσπάθεια ωραιοποίησης και εξιδανίκευσης.

Η ρεαλιστική αυτή «ηθογραφία» της Ευρώπης καλύπτει ευρεία κλίμακα πραγματώσεων, και διακυμαίνεται από την απλή και πιστή καταγραφή του τρόπου ζωής των εξωαστικών πληθυσμών ως την πιο σκληρή κριτική και διαμαρτυρία για την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, αλλά και τη βαθιά ψυχογράφηση των χαρακτήρων, όπως αυτοί διαμορφώνονται είτε σε σχέση με το αντίξοο, σχεδόν εχθρικό φυσικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να ζήσουν, είτε σε σχέση και σύγκρουση με τις καθυστερημένες άκαμπτες και συχνά απάνθρωπες δομές της κλειστής κοινωνίας του χωριού, κι άλλοτε σε σχέση και με τα δύο.


Παραβλέποντας τους λίγους σχετικά συγγραφείς και τα έργα που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο φολκλόρ και το τοπικό χρώμα και που συχνά ξεχνούν «τον άνθρωπο χάριν της τοπικής φορεσιάς και τα ήθη χάρη των εθίμων», αξίζει να σταθούμε περισσότερο στους συγγραφείς και τα έργα που δεν στέκονται στην επιφάνεια, αλλά μελετούν το βάθος της ζωής της επαρχίας. [...]


Στην Ελλάδα, η ηθογραφία εμφανίζεται γύρω στα 1880, εποχή δηλαδή που πραγματοποιείται αισθητή αλλαγή στον προσανατολισμό της λογοτεχνίας μας. Την εγκαινιάζει ο Δημήτριος Βικέλας (1835-1908) με τη νουβέλα του Λουκής Λάρας (1879), διατηρείται ως το 1920 περίπου -ή και λίγο αργότερα- και πραγματώνεται περισσότερο με το διήγημα. Πρώιμα δείγματά της, ωστόσο, έχουμε στο μυθιστόρημα του Παύλου Καλλιγά (1814-1896) Θάνος Βλέκας (1855) και στο αγνώστου συγγραφέα αφήγημα Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (1870).


Αλλά εισηγητής του διηγήματος με μεγαλύτερες αξιώσεις, μολονότι είχε προηγηθεί και μια προκαταρκτική φάση του είδους, είναι ο Θρακιώτης Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896), που άνοιξε σωστά το δρόμο της ηθογραφίας, με το δημοσιευμένο στο περιοδικό Εστία διήγημά του Το αμάρτημα της μητρός μου τον Απρίλιο του 1883. Ένα μήνα αργότερα, στις 15 Μαΐου 1883, υπό την πίεση μιας γενικότερα εθνοκεντρικής τάσης, προκηρύχθηκε διαγωνισμός διηγήματος από το ίδιο περιοδικό, με αποτέλεσμα ν’ ακολουθήσει ομαδική συγγραφή ηθογραφικών διηγημάτων. Η προκήρυξη έγινε με πρωτοβουλία του Ν. Γ. Πολίτη, ο οποίος τρία μόλις χρόνια πριν είχε επιστρέψει, ύστερα από τετραετείς σπουδές στο Μόναχο. Αξίζει να παραθέσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κείμενο της προκήρυξης, που έγραψε ο ίδιος ο Πολίτης: «Εν τη ιερά ημών φιλολογία, το ήκιστα μέχρι τούδε καλλιεργηθέν είδος εστίν αναντιρρήτως τοδιήγημα [...] όπερ πλουσιώτατα αντιπροσωπεύεται εν ταις γραμματολογίαις των επιλοίπων ευρωπαϊκών εθνών, προσφορώτατον θεωρούμενον εις αναπαράστασιν σκηνών της ιστορίας ή του κοινωνικού βίου ενός λαού, ή εις ψυχολογικήν περιγραφήν χαρακτήρων. Εν τούτοις ομολογούμενον είναι ότι το είδος τούτο της φιλολογίας δύναται να ασκήση μεγάλην ηθικήν επίδρασιν, υποθέσεις εθνικάς πραγματευόμενον, επί του εθνικού χαρακτήρος και της διαπλάσεως εν γένει των ηθών. Διότι σκηναί είτε της ιστορίας είτε του κοινωνικού βίου, διαπλασσόμεναι καταλλήλως εν τη αφηγήσει, κινούσι πλειότερον τα αισθήματα του αναγνώστου και ου μόνον τέρπουσι και λεληθότως διδάσκουσιν, αλλά και εξεγείρουσιν εν αυτώ το αίσθημα της προς τα πάτρια αγάπης. Ο ελληνικός δε λαός, είπερ και άλλος τις, έχει ευγενή ήθη, έθιμα ποικίλα και τρόπους και μύθους και παραδόσεις εφ’ όλων των περιστάσεων του ιστορικού αυτού βίου. η δε ελληνική ιστορία, αρχαία και μέση και νέα, γέμει σκηνών δυναμένων να παράσχωσιν υποθέσεις εις σύνταξιν καλλίστων διηγημάτων και μυθιστορημάτων». Πρώτος και βασικός όρος του διαγωνισμού: «Η υπόθεσις του διηγήματος έσται ελληνική, τουτέστι θα συνίσταται εις περιγραφήν σκηνών του βίου του ελληνικού λαού εν οιαδήποτε των περιόδων της ιστορίας αυτού ή εις εξιστόρησιν επεισοδίου τινός της ελληνικής ιστορίας».


Η ελληνική ηθογραφία, ωστόσο, θα βρει τον πραγματικό της δρόμο, όπως τον έδειξε πρώτος ο Βιζυηνός, μόνον από τη στιγμή που άξιοι λογοτέχνες μας, υπερβαίνοντας τις προδιαγραφές της προκήρυξης, θα πάψουν να θεωρούν την ηθογράφηση αυτοσκοπό, θα υποτάξουν τα ηθογραφικά στοιχεία στο γενικότερο αίτημα για αντικειμενική ανάληψη και ερμηνεία των κοινωνικών και ψυχικών φαινομένων και θα οδηγήσουν τελικά την πεζογραφία μας, έστω και με καθυστέρηση, στο κοινωνικό μυθιστόρημα, στον αστικό νατουραλισμό και στην ψυχογραφία.


Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω είναι ανάγκη να διακρίνουμε την ηθογραφία -όχι τόσο χρονολογικά όσο από την άποψη του τρόπου αναπαράστασης- σε δυο κατηγορίες: α) ηθογραφία έτσι όπως την προπαγάνδισε η Εστία και την πραγματοποίησαν οι πρώτοι διηγηματογράφοι, δηλαδή την ωραιοποιημένη, ειδυλλιακή αναπαράσταση, με έντονο λαογραφικό χαρακτήρα, των ηθών της ελληνικής υπαίθρου, και β) ρεαλιστική ή νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται βέβαια με τις μικρές, κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά με τρόπο που να προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές τους.


Χαρακτηριστικό της πρώτης κατηγορίας και ενδεικτικό του έντονου λαογραφισμού της είναι το γεγονός ότι έχει να επιδείξει, εκτός από τη δημιουργία διηγημάτων, και την παραγωγή σειράς έργων που βρίσκονται στο μεταίχμιο της λογοτεχνικής και μη λογοτεχνικής δημιουργίας, τα οποία όμως εξυπηρετούν αμεσότερα τους στόχους του διαγωνισμού. Τέτοια έργα είναι, π.χ. ταξιδιωτικές εντυπώσεις και οδοιπορικά (Δροσίνης, Μωραϊτίδης κ.ά.), διασκευές δημοτικών τραγουδιών και λαϊκών παραδόσεων (τα διηγήματα Η Χάρκω και Ο Αργύρης του Χρηστοβασίλη, που υποβλήθηκαν ανώνυμα στο διαγωνισμό του 1883), αυτοβιογραφικά κείμενα με τη μορφή αναμνήσεων από τη ζωή στο χωριό (Δροσίνης, Καρκαβίτσας, Κρυστάλλης, Χρηστοβασίλης). Στην κατηγορία, τέλος, αυτή πρέπει να ενταχθούν το ηθογραφικό διήγημα του Παλαμά Θάνατος παλικαριού (1891) και η μεγάλη νουβέλα του Κονδυλάκη Ο Πατούχας (1892). Στο πρώτο παρακολουθούμε πώς διαμορφώνεται μια πλευρά της ελληνικής λαϊκής ψυχοσύνθεσης και συγκεκριμένα η λατρεία της σωματικής ομορφιάς και ακεραιότητας, κάτω από το πιεστικό και πυκνό πλέγμα των επιδράσεων που ασκούν ο περιβάλλων χώρος, οι ισχυρές προκαταλήψεις, καθώς και οι πανάρχαιες αλλά και βαθιά ριζωμένες δοξασίες. Στο δεύτερο, με λιτότητα στην έκφραση, ψυχογραφικές προεκτάσεις,ζωντάνια και χιούμορ, σκιαγραφούνται πειστικά, εκτός από τον πρωτόγονο ήρωα, και χαρακτηριστικοί τύποι της μικρής κρητικής κοινωνίας.


Στη δεύτερη κατηγορία της ηθογραφίας κυριαρχούν τα ονόματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911) και του Ανδρέα Καρκαβίτσα (1865-1922), ενώ ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945) κι ο Αντώνης Τραυλαντώνης (1867-1943) διακυμαίνονται ανάμεσα στη μια κατηγορία και στην άλλη. Εδώ ανήκει κι ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951), που παράλληλα με τον κοινωνικό και ψυχογραφικό χαρακτήρα της πεζογραφίας του, τόσο στα ζακυνθινά όσο και στα αθηναϊκά διηγήματα και μυθιστορήματά του, διατηρεί μερικά από τα χαρακτηριστικά της ηθογραφίας, μεταφερμένα στην περιοχή του αστικού μυθιστορήματος και διηγήματος. Αξίζει ακόμα να προσθέσουμε και το μυθιστόρημα του Κ. Χρηστομάνου (1867-1911) Η κερένια κούκλα (1911), ηθογραφικό από την άποψη ότι κινείται στην ατμόσφαιρα και το κλίμα της αθηναϊκής συνοικίας.


Στο μεταξύ, με την καμπή του αιώνα, το κοινωνικό ζήτημα εισβάλλει αναπόφευκτα στην πεζογραφία. Ο Κ. Χατζόπουλος (1868-1920) και ο Κ. Θεοτόκης (1872-1923), συνειδητοί και μαχητικοί σοσιαλιστές μετά την επιστροφή τους από τη Γερμανία, γίνονται οι κύριοι εκπρόσωποι της κοινωνιστικής πεζογραφίας της εποχής, προωθώντας την ηθογραφία πιο συνειδητά στον κοινωνικό χώρο. Η σοσιαλιστική ιδεολογία, εξάλλου, περισσότερο ή λιγότερο, υπόκειται και στο έργο του Κ. Παρορίτη (1878-1931), του Δημοσθένη Βουτυρά (1871-1958) και του Πέτρου Πικρού (1900-1957), που μεταφέρουν το σκηνικό από την ελληνική επαρχία στις περιθωριακές γειτονιές της Αθήνας.


Τέλος, η Μικρασιατική καταστροφή του 1922, με τις πολλαπλές πολιτικές οικονομικές, ιδεολογικές και ευρύτερα κοινωνικές επιπτώσεις της, θα σημάνει την αλλαγή προσανατολισμού στη λογοτεχνία και τη βαθμιαία κάμψη της ηθογραφίας, ιδιαίτερα ύστερα απ’ την εμφάνιση της «γενιάς του 1930».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου